Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Η παραδοχή της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος δεν είναι ζήτημα πολιτικής τοποθέτησης. Είναι θέμα πολιτισμικής ένταξης, υιοθέτησης μιας από τις θεμελιώδεις παραδοχές που οργάνωσαν την κοινότητα των εθνών στη μεταπολεμική Ευρώπη. Μαζί με την κοινοβουλευτική δημοκρατία και την απόφαση ότι κανείς δεν θέλει να ξαναδεί σε ευρωπαϊκό έδαφος ερείπια σαν αυτά που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η φρίκη και η αισχύνη που προκάλεσε η οργανωμένη απόπειρα εξόντωσης μιας ολόκληρης φυλής σημάδεψε τη συνείδηση ενός ολόκληρου πολιτισμού, του δυτικού. Οι εικόνες των κρεματορίων ήταν αρκετές για να σε κάνουν να ντρέπεσαι που είσαι άνθρωπος. Ο πολιτισμός που εφηύρε τον άνθρωπο ήταν υποχρεωμένος να επανεφεύρει τις βασικές του αξίες.
Απ’ την κοινοτοπία του κακού της Αρεντ ώς τη θέση του Αντόρνο πως «τι νόημα έχει η ποίηση μετά το Αουσβιτς» και απ’ τα αριστουργήματα του Πρίμο Λέβι ώς το δημοφιλέστατο ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, η ευρωπαϊκή λογοτεχνία επιδόθηκε σε μια εργώδη προσπάθεια αυτοσυνειδησίας. Πέρα από τις αποχρώσεις και τις πολιτικές αποκλίσεις, η παραδοχή ήταν κοινή: αυτό που συνέβη στα στρατόπεδα εξόντωσης της ναζιστικής Γερμανίας δεν είχε ιστορικό προηγούμενο. Δεν το δικαιολογούσαν ούτε οι ανάγκες που προέκυψαν από τον πόλεμο, ούτε η κατακτητική στρατηγική του Χίτλερ, ούτε η ολοκληρωτική εξουσία όπως συνέβη με τα γκουλάγκ της Σοβιετικής Ενωσης.
Στην Ελλάδα, παρά τον υφέρποντα, και όχι πάντα τόσο υφέρποντα, αντισημιτισμό, το Ολοκαύτωμα το αντιμετωπίζαμε ως ένα ακόμη γεγονός, ένα απ’ αυτά που σημάδεψαν τον τελευταίο πόλεμο. Είχαμε καταβάλει κι εμείς μεγάλο φόρο αίματος, οπότε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ακριβώς γιατί δίνεται τέτοια έμφαση στην εξόντωση των Εβραίων. Όσοι έζησαν την Κατοχή ήξεραν από αποσκελετωμένα πτώματα, Έλληνες είχαν επιζήσει από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κι αν παρακολουθούσαμε με δέος τις ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές είναι γιατί ταυτιζόμασταν με τα θύματα, ως κατατρεγμένοι κι εμείς. Και ζηλεύαμε τις δημόσιες σχέσεις των Εβραίων. Την άμυνά μας την οργανώναμε χτίζοντας θεωρίες συνωμοσίας. Η λέσχη Μπίλντεμπεργκ και τα Πρωτόκολλα της Σιών που κυκλοφορούσαν ελεύθερα από τους άμβωνες ώς τα μεταμεσονύκτια λαθροκάναλα αντιστάθμιζαν για ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης τη φρίκη.
Παρ’ όλα αυτά, η άρνηση του Ολοκαυτώματος, στην οποία προέβησαν δύο στελέχη της Χρυσής Αυγής, είναι και για εμάς πρωτόγνωρη. Μία ακόμη πρόκληση, μία απ’ αυτές που τους βοηθάει να οργανώσουν τη δημοφιλία τους; Μάλλον κάτι παραπάνω. Έχοντας πλέον εξασφαλισμένο ακροατήριο μπορούν να αποκαλύψουν ανενδοίαστα το ιδεολογικό τους στίγμα, γνωρίζοντας ότι μέχρι στιγμής η πολιτική τάξη εμφανίζεται αμήχανη και μουδιασμένη. Το σπίτι πλημμυρίζει κι εκείνοι φωνάζουν «πού είναι το κράτος», ζητούν να οργανωθούν οι δυνάμεις του «συνταγματικού τόξου», ξεχνώντας πως το σπίτι της δημοκρατίας οι ίδιοι το έχτισαν πάνω στο ρέμα.
Η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι πολιτισμική παραδοχή. Είναι άρνηση μιας βασικής αξίας του δυτικού πολιτισμού. Υπερβαίνει τις πολιτικές διαφορές και απόψεις, με τον ίδιο τρόπο που τις υπερβαίνει η δράση της Χεσμπολάχ και των μουτζαχεντίν. Προσπαθούμε να τους εξορκίσουμε, αποδίδοντας τη δημοφιλία τους στον πανικό της κρίσης και στην έλλειψη δημοκρατικής παιδείας των πιο ευάλωτων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Χωρίς όμως να μπορούμε να εκτιμήσουμε μέχρι πού μπορεί να φτάσει η κρυφή γοητεία της βαρβαρότητας και ποια αντανακλαστικά, συνειδητά ή ασυνείδητα, μπορεί να ενεργοποιήσει η διάθεση για συλλογική αυτοχειρία. Γιατί η άνοδος της Χρυσής Αυγής μόνο με συλλογική αυτοχειρία μπορεί να συγκριθεί.
Η παραδοχή της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος δεν είναι ζήτημα πολιτικής τοποθέτησης. Είναι θέμα πολιτισμικής ένταξης, υιοθέτησης μιας από τις θεμελιώδεις παραδοχές που οργάνωσαν την κοινότητα των εθνών στη μεταπολεμική Ευρώπη. Μαζί με την κοινοβουλευτική δημοκρατία και την απόφαση ότι κανείς δεν θέλει να ξαναδεί σε ευρωπαϊκό έδαφος ερείπια σαν αυτά που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η φρίκη και η αισχύνη που προκάλεσε η οργανωμένη απόπειρα εξόντωσης μιας ολόκληρης φυλής σημάδεψε τη συνείδηση ενός ολόκληρου πολιτισμού, του δυτικού. Οι εικόνες των κρεματορίων ήταν αρκετές για να σε κάνουν να ντρέπεσαι που είσαι άνθρωπος. Ο πολιτισμός που εφηύρε τον άνθρωπο ήταν υποχρεωμένος να επανεφεύρει τις βασικές του αξίες.
Απ’ την κοινοτοπία του κακού της Αρεντ ώς τη θέση του Αντόρνο πως «τι νόημα έχει η ποίηση μετά το Αουσβιτς» και απ’ τα αριστουργήματα του Πρίμο Λέβι ώς το δημοφιλέστατο ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, η ευρωπαϊκή λογοτεχνία επιδόθηκε σε μια εργώδη προσπάθεια αυτοσυνειδησίας. Πέρα από τις αποχρώσεις και τις πολιτικές αποκλίσεις, η παραδοχή ήταν κοινή: αυτό που συνέβη στα στρατόπεδα εξόντωσης της ναζιστικής Γερμανίας δεν είχε ιστορικό προηγούμενο. Δεν το δικαιολογούσαν ούτε οι ανάγκες που προέκυψαν από τον πόλεμο, ούτε η κατακτητική στρατηγική του Χίτλερ, ούτε η ολοκληρωτική εξουσία όπως συνέβη με τα γκουλάγκ της Σοβιετικής Ενωσης.
Στην Ελλάδα, παρά τον υφέρποντα, και όχι πάντα τόσο υφέρποντα, αντισημιτισμό, το Ολοκαύτωμα το αντιμετωπίζαμε ως ένα ακόμη γεγονός, ένα απ’ αυτά που σημάδεψαν τον τελευταίο πόλεμο. Είχαμε καταβάλει κι εμείς μεγάλο φόρο αίματος, οπότε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ακριβώς γιατί δίνεται τέτοια έμφαση στην εξόντωση των Εβραίων. Όσοι έζησαν την Κατοχή ήξεραν από αποσκελετωμένα πτώματα, Έλληνες είχαν επιζήσει από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κι αν παρακολουθούσαμε με δέος τις ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές είναι γιατί ταυτιζόμασταν με τα θύματα, ως κατατρεγμένοι κι εμείς. Και ζηλεύαμε τις δημόσιες σχέσεις των Εβραίων. Την άμυνά μας την οργανώναμε χτίζοντας θεωρίες συνωμοσίας. Η λέσχη Μπίλντεμπεργκ και τα Πρωτόκολλα της Σιών που κυκλοφορούσαν ελεύθερα από τους άμβωνες ώς τα μεταμεσονύκτια λαθροκάναλα αντιστάθμιζαν για ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης τη φρίκη.
Παρ’ όλα αυτά, η άρνηση του Ολοκαυτώματος, στην οποία προέβησαν δύο στελέχη της Χρυσής Αυγής, είναι και για εμάς πρωτόγνωρη. Μία ακόμη πρόκληση, μία απ’ αυτές που τους βοηθάει να οργανώσουν τη δημοφιλία τους; Μάλλον κάτι παραπάνω. Έχοντας πλέον εξασφαλισμένο ακροατήριο μπορούν να αποκαλύψουν ανενδοίαστα το ιδεολογικό τους στίγμα, γνωρίζοντας ότι μέχρι στιγμής η πολιτική τάξη εμφανίζεται αμήχανη και μουδιασμένη. Το σπίτι πλημμυρίζει κι εκείνοι φωνάζουν «πού είναι το κράτος», ζητούν να οργανωθούν οι δυνάμεις του «συνταγματικού τόξου», ξεχνώντας πως το σπίτι της δημοκρατίας οι ίδιοι το έχτισαν πάνω στο ρέμα.
Η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι πολιτισμική παραδοχή. Είναι άρνηση μιας βασικής αξίας του δυτικού πολιτισμού. Υπερβαίνει τις πολιτικές διαφορές και απόψεις, με τον ίδιο τρόπο που τις υπερβαίνει η δράση της Χεσμπολάχ και των μουτζαχεντίν. Προσπαθούμε να τους εξορκίσουμε, αποδίδοντας τη δημοφιλία τους στον πανικό της κρίσης και στην έλλειψη δημοκρατικής παιδείας των πιο ευάλωτων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Χωρίς όμως να μπορούμε να εκτιμήσουμε μέχρι πού μπορεί να φτάσει η κρυφή γοητεία της βαρβαρότητας και ποια αντανακλαστικά, συνειδητά ή ασυνείδητα, μπορεί να ενεργοποιήσει η διάθεση για συλλογική αυτοχειρία. Γιατί η άνοδος της Χρυσής Αυγής μόνο με συλλογική αυτοχειρία μπορεί να συγκριθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου