Του Χρήστου Γιανναρά
Υποψιάζομαι ότι σε κοινωνίες (ή περιόδους) κατάδηλης παρακμής (όταν η κατά κεφαλήν καλλιέργεια μειώνεται δραματικά και η ανιδιοτέλεια μοιάζει κοινωνικό παράδοξο) οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ελάχιστα τη λέξη «ελπίδα» και πληθωρικά τη λέξη «αισιοδοξία».
Η ελπίδα προϋποθέτει λογική σκέψη, νηφάλια κρίση, εμπειρικά βεβαιωμένη εμπιστοσύνη, φανερώνει δηλαδή ρεαλισμό. Η αισιοδοξία είναι βεβαιότητα (αυθαίρετη) για ευνοϊκή, αίσια εξέλιξη συνθηκών και καταστάσεων, με άλογη εναντίωση στα δεδομένα της πραγματικότητας. Συνιστά σαφώς, ψυχολογικού χαρακτήρα, ατομοκεντρική επιθυμητική ενόρμηση. Γι’ αυτό και εκφέρεται συνήθως η αισιοδοξία ή ως ευήθης καύχηση («είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος!») ή ως ευδαιμονιστική δεοντολογία («πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι»!) – όχι ως λογικός συμπερασμός.
Για τον «αισιόδοξο» εξωραϊσμό των συλλογικών προοπτικών χρησιμεύει, ως υποκατάστατο της πραγματικότητας, η αόριστη επίκληση του παρελθόντος ή η αφηρημένη γενίκευση: «Πάντα έτσι γινόταν», «Περάσαμε και χειρότερα», «Η κρίση είναι διεθνής», «Η τύχη μας είναι κοινή με του ευρωπαϊκού Νότου». Με τέτοια ψυχολογήματα κατορθώνουμε οι άνθρωποι να αισιοδοξούμε. Κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην οδυνηρή, τρομακτική πραγματικότητα, ξεφεύγουμε και από την ανάληψη προσωπικής ευθύνης για ενεργό αντίδραση.
Ψυχολογική (άκριτη) επιλογή είναι και η αποφυγή της ευθύνης των αποφάσεων. Δεν εξασφαλίζει αισιοδοξία, αλλά μας δικαιώνει που μένουμε παθητικοί. Δικαιολογούμε την αδράνεια περιμένοντας καθοδήγηση για το πρακτέο: Κάποιος να μας υποδείξει τι πρέπει να κάνουμε, πώς να αντιδράσουμε, εμείς οι αδύναμες μονάδες, στην καταστροφή που ρημάζει τη χώρα, στα στυγερά εγκλήματα της κομματοκρατίας, τα ατιμώρητα. Το σταθερό μοτίβο της μοιρολατρίας των θυμάτων είναι: «Υποδείξτε μας τι να κάνουμε: Διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες τις καπελώνει το ΠΑΜΕ, τις καπηλεύεται ο τάχα και αριστερός παλαιοημερολογιτισμός. Οι απεργίες προσθέτουν βασανισμό στον συντριμμένο από τον σαδισμό των διεθνών τοκογλύφων πολίτη. Δώστε μας στόχο, δείξτε μας τον δρόμο, θέλουμε συγκεκριμένους εντοπισμούς δυνατοτήτων δράσης».
Τόσο η ανάγκη αισιοδοξίας όσο και η ανάγκη χειραγώγησης των κοινωνικών αντιδράσεων είναι απαιτήσεις ψυχολογικές, ανυπότακτες στον κριτικό έλεγχο – έχουν την ακαταμάχητη δύναμη του ενστίκτου. Μπορεί να εκβάλλουν εκεί ασυνείδητες ανασφάλειες ή και φοβίες, άρνηση της ενηλικίωσης και της διακινδύνευσης, ατολμία για πρωτοβουλίες και καινοτομίες. Η εκζήτηση οργανωτικών σχημάτων και ταλαντούχων «ηγετών» ίσως να καμουφλάρει την ανάγκη για τη μητρική ή την πατρική προστασία. Πάντως και πέρα από τα ψυχαναλυτικά στερεότυπα, η ιστορική εμπειρία μάλλον φανερώνει ότι το πρωτείο της κοινωνικής δυναμικής το έχουν οι συλλογικές συνειδητοποιήσεις.
Οι ζωτικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί δεν προκύπτουν από συνταγές, γεννιώνται από τις κριτικές συνειδητοποιήσεις, την ποσοτική ευρύτητα και έκταση των συλλογικών συνειδητοποιήσεων. Απαιτείται μια κρίσιμη μάζα, και στην Ελλάδα σήμερα αυτή η μάζα δεν έχει απαρτισθεί. Οι πολίτες, όλοι, δείχνουν εκρηκτικά οργισμένοι με ολόκληρο το κομματικό φάσμα και το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης: με τα σπιθαμιαία αναστήματα που οδήγησαν τη χώρα στον αυτοκτονικό υπερδανεισμό για χάρη του πελατειακού κράτους και για να πλουτίσουν όσα κοινωνικά σκουπίδια διέθεταν κομματική ταυτότητα. Έξαλλοι οι πολίτες και με όσους σιγοντάρησαν το εν ψυχρώ έγκλημα διαλύοντας τη χώρα με πορείες, απεργίες, καταλήψεις, σε καθημερινή βάση επί χρόνια, για να εκβιάσουν (στο όνομα της «Αριστεράς» και της «προόδου») τις τρελές απολαβές των «ρετιρέ» της χρυσαμειβόμενης ραστώνης και αναίδειας.
Οργισμένοι, έξαλλοι οι πολίτες, αλλά όχι και συνειδητοποιημένοι – τουλάχιστον η κρίσιμη μάζα που θα γεννούσε τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αργεί να απαρτισθεί. Μάλλον δεν πρέπει να υπάρχει Έλληνας, στοιχειωδώς νοήμων και ψυχολογικά ισορροπημένος, που να μην αντιλαμβανόταν τον εμπαιγμό της ελληνικής κοινωνίας από την κυβέρνηση της τρικομματικής σύμπραξης. Αλλά σαφώς δίσταζε να τον καταγγείλει έστω και στις ιδιωτικές συζητήσεις, ίσως διστάζει και τώρα να τον παραδεχθεί ενσυνείδητα. Φοβάται το χειρότερο; Πάντως η αποδοκιμασία δεν κοινωνείται, η δυναμική της οργής δεν κυοφορεί γόνιμη ανατροπή.
Βλέπουν οι πολίτες τη δικομματική τώρα συμπαιγνία να σπεύδει βουλιμικά στην εξουσία, αδιαφορώντας και για τα προσχήματα. Μέσα στον εφιάλτη της χρεοκοπίας αυτοί διόριζαν, μοιράζονταν (4-2-1) τα ρουσφέτια. Άκουσαν οι πολίτες ακόμα και τον Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ να χαρακτηρίζει «κοινωνικό έγκλημα» τα όσα προσυπέγραψε πειθήνια, με «μνημόνια», η τρικομματική κυβέρνηση (ΣΚΑΪ, 18.6.2013). Αλλά, αν εξαιρέσουμε τις φτηνές φωνασκίες της επαγγελματικής αντιπολίτευσης, καμιά φωνή κοινωνικής ευθύνης, τόλμης, πόνου για τα κοινά δεν έγινε ευρύτερα ακουστή στην ελληνική κοινωνία.
Θεωρείται αυτονόητο ακόμα και σήμερα που ο κ. Σαμαράς επαγγέλθηκε κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», αλλά παρέδωσε τη νομή των υπουργείων σε όσους τον ανέβασαν στην αρχηγία του κόμματος –Πάνο Παναγιωτόπουλο, Λυκουρέντζο, Αβραμόπουλο, Στυλιανίδη– και συνεχίζει να διορίζει στο Δημόσιο Μεσσήνιους με νοοτροπία πρωτόγονων πολιτικών ηθών. Η χώρα όλη «κοιλάδα κλαυθμού και βρυγμού των οδόντων», όμως καμιά γενικευμένη κατακραυγή για την «δίχως αιδώ ή λύπην» τακτική του πρωθυπουργού. Και ο μεν κ. Βενιζέλος, ο «σοσιαλιστής», στύλος και αμύντορας της πολιτικής και της οικονομικής καταστροφής που προκάλεσε στη χώρα ο ολίγιστος των Παπανδρέου, τιμωρείται από τον λαό: το κόμμα του είναι πια ιστορικά ανύπαρκτο, τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ακόμα και πιο βαθιά βυθισμένος στην πολιτική ανυπαρξία ο κ. Κουβέλης, ηγήτορας της κάποτε «εγγράμματης» Αριστεράς (του καριερισμού και της μηδενιστικής αρνησιπατρίας) επιβιώνει πια μόνο στον ρόλο κομπάρσου της ασπόνδυλης καιροσκοπίας. Βενιζέλος και Κουβέλης έχουν μετρημένα τελειώσει, μόνο ο Σαμαράς ευελπιστεί να τον ξαναψηφίσουν οι εθελότυφλοι της «αισιοδοξίας».
Το καινούργιο θα γεννηθεί μόνο όταν η οργή και η ντροπή κοινωνηθούν με θαρραλέο λόγο, δημόσιο και ιδιωτικό. Από στόμα σε στόμα, με έντυπη επωνυμία (και όχι διαδικτυακή ανωνυμία), με μπροστάρηδες του τίμιου λόγου όσους τίμησε η κοινωνία με τη θεσμική ευθύνη να υπηρετούν τις απαιτήσεις της για ποιότητα.
Υποψιάζομαι ότι σε κοινωνίες (ή περιόδους) κατάδηλης παρακμής (όταν η κατά κεφαλήν καλλιέργεια μειώνεται δραματικά και η ανιδιοτέλεια μοιάζει κοινωνικό παράδοξο) οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ελάχιστα τη λέξη «ελπίδα» και πληθωρικά τη λέξη «αισιοδοξία».
Η ελπίδα προϋποθέτει λογική σκέψη, νηφάλια κρίση, εμπειρικά βεβαιωμένη εμπιστοσύνη, φανερώνει δηλαδή ρεαλισμό. Η αισιοδοξία είναι βεβαιότητα (αυθαίρετη) για ευνοϊκή, αίσια εξέλιξη συνθηκών και καταστάσεων, με άλογη εναντίωση στα δεδομένα της πραγματικότητας. Συνιστά σαφώς, ψυχολογικού χαρακτήρα, ατομοκεντρική επιθυμητική ενόρμηση. Γι’ αυτό και εκφέρεται συνήθως η αισιοδοξία ή ως ευήθης καύχηση («είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος!») ή ως ευδαιμονιστική δεοντολογία («πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι»!) – όχι ως λογικός συμπερασμός.
Για τον «αισιόδοξο» εξωραϊσμό των συλλογικών προοπτικών χρησιμεύει, ως υποκατάστατο της πραγματικότητας, η αόριστη επίκληση του παρελθόντος ή η αφηρημένη γενίκευση: «Πάντα έτσι γινόταν», «Περάσαμε και χειρότερα», «Η κρίση είναι διεθνής», «Η τύχη μας είναι κοινή με του ευρωπαϊκού Νότου». Με τέτοια ψυχολογήματα κατορθώνουμε οι άνθρωποι να αισιοδοξούμε. Κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην οδυνηρή, τρομακτική πραγματικότητα, ξεφεύγουμε και από την ανάληψη προσωπικής ευθύνης για ενεργό αντίδραση.
Ψυχολογική (άκριτη) επιλογή είναι και η αποφυγή της ευθύνης των αποφάσεων. Δεν εξασφαλίζει αισιοδοξία, αλλά μας δικαιώνει που μένουμε παθητικοί. Δικαιολογούμε την αδράνεια περιμένοντας καθοδήγηση για το πρακτέο: Κάποιος να μας υποδείξει τι πρέπει να κάνουμε, πώς να αντιδράσουμε, εμείς οι αδύναμες μονάδες, στην καταστροφή που ρημάζει τη χώρα, στα στυγερά εγκλήματα της κομματοκρατίας, τα ατιμώρητα. Το σταθερό μοτίβο της μοιρολατρίας των θυμάτων είναι: «Υποδείξτε μας τι να κάνουμε: Διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες τις καπελώνει το ΠΑΜΕ, τις καπηλεύεται ο τάχα και αριστερός παλαιοημερολογιτισμός. Οι απεργίες προσθέτουν βασανισμό στον συντριμμένο από τον σαδισμό των διεθνών τοκογλύφων πολίτη. Δώστε μας στόχο, δείξτε μας τον δρόμο, θέλουμε συγκεκριμένους εντοπισμούς δυνατοτήτων δράσης».
Τόσο η ανάγκη αισιοδοξίας όσο και η ανάγκη χειραγώγησης των κοινωνικών αντιδράσεων είναι απαιτήσεις ψυχολογικές, ανυπότακτες στον κριτικό έλεγχο – έχουν την ακαταμάχητη δύναμη του ενστίκτου. Μπορεί να εκβάλλουν εκεί ασυνείδητες ανασφάλειες ή και φοβίες, άρνηση της ενηλικίωσης και της διακινδύνευσης, ατολμία για πρωτοβουλίες και καινοτομίες. Η εκζήτηση οργανωτικών σχημάτων και ταλαντούχων «ηγετών» ίσως να καμουφλάρει την ανάγκη για τη μητρική ή την πατρική προστασία. Πάντως και πέρα από τα ψυχαναλυτικά στερεότυπα, η ιστορική εμπειρία μάλλον φανερώνει ότι το πρωτείο της κοινωνικής δυναμικής το έχουν οι συλλογικές συνειδητοποιήσεις.
Οι ζωτικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί δεν προκύπτουν από συνταγές, γεννιώνται από τις κριτικές συνειδητοποιήσεις, την ποσοτική ευρύτητα και έκταση των συλλογικών συνειδητοποιήσεων. Απαιτείται μια κρίσιμη μάζα, και στην Ελλάδα σήμερα αυτή η μάζα δεν έχει απαρτισθεί. Οι πολίτες, όλοι, δείχνουν εκρηκτικά οργισμένοι με ολόκληρο το κομματικό φάσμα και το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης: με τα σπιθαμιαία αναστήματα που οδήγησαν τη χώρα στον αυτοκτονικό υπερδανεισμό για χάρη του πελατειακού κράτους και για να πλουτίσουν όσα κοινωνικά σκουπίδια διέθεταν κομματική ταυτότητα. Έξαλλοι οι πολίτες και με όσους σιγοντάρησαν το εν ψυχρώ έγκλημα διαλύοντας τη χώρα με πορείες, απεργίες, καταλήψεις, σε καθημερινή βάση επί χρόνια, για να εκβιάσουν (στο όνομα της «Αριστεράς» και της «προόδου») τις τρελές απολαβές των «ρετιρέ» της χρυσαμειβόμενης ραστώνης και αναίδειας.
Οργισμένοι, έξαλλοι οι πολίτες, αλλά όχι και συνειδητοποιημένοι – τουλάχιστον η κρίσιμη μάζα που θα γεννούσε τον κοινωνικό μετασχηματισμό, αργεί να απαρτισθεί. Μάλλον δεν πρέπει να υπάρχει Έλληνας, στοιχειωδώς νοήμων και ψυχολογικά ισορροπημένος, που να μην αντιλαμβανόταν τον εμπαιγμό της ελληνικής κοινωνίας από την κυβέρνηση της τρικομματικής σύμπραξης. Αλλά σαφώς δίσταζε να τον καταγγείλει έστω και στις ιδιωτικές συζητήσεις, ίσως διστάζει και τώρα να τον παραδεχθεί ενσυνείδητα. Φοβάται το χειρότερο; Πάντως η αποδοκιμασία δεν κοινωνείται, η δυναμική της οργής δεν κυοφορεί γόνιμη ανατροπή.
Βλέπουν οι πολίτες τη δικομματική τώρα συμπαιγνία να σπεύδει βουλιμικά στην εξουσία, αδιαφορώντας και για τα προσχήματα. Μέσα στον εφιάλτη της χρεοκοπίας αυτοί διόριζαν, μοιράζονταν (4-2-1) τα ρουσφέτια. Άκουσαν οι πολίτες ακόμα και τον Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ να χαρακτηρίζει «κοινωνικό έγκλημα» τα όσα προσυπέγραψε πειθήνια, με «μνημόνια», η τρικομματική κυβέρνηση (ΣΚΑΪ, 18.6.2013). Αλλά, αν εξαιρέσουμε τις φτηνές φωνασκίες της επαγγελματικής αντιπολίτευσης, καμιά φωνή κοινωνικής ευθύνης, τόλμης, πόνου για τα κοινά δεν έγινε ευρύτερα ακουστή στην ελληνική κοινωνία.
Θεωρείται αυτονόητο ακόμα και σήμερα που ο κ. Σαμαράς επαγγέλθηκε κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», αλλά παρέδωσε τη νομή των υπουργείων σε όσους τον ανέβασαν στην αρχηγία του κόμματος –Πάνο Παναγιωτόπουλο, Λυκουρέντζο, Αβραμόπουλο, Στυλιανίδη– και συνεχίζει να διορίζει στο Δημόσιο Μεσσήνιους με νοοτροπία πρωτόγονων πολιτικών ηθών. Η χώρα όλη «κοιλάδα κλαυθμού και βρυγμού των οδόντων», όμως καμιά γενικευμένη κατακραυγή για την «δίχως αιδώ ή λύπην» τακτική του πρωθυπουργού. Και ο μεν κ. Βενιζέλος, ο «σοσιαλιστής», στύλος και αμύντορας της πολιτικής και της οικονομικής καταστροφής που προκάλεσε στη χώρα ο ολίγιστος των Παπανδρέου, τιμωρείται από τον λαό: το κόμμα του είναι πια ιστορικά ανύπαρκτο, τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ακόμα και πιο βαθιά βυθισμένος στην πολιτική ανυπαρξία ο κ. Κουβέλης, ηγήτορας της κάποτε «εγγράμματης» Αριστεράς (του καριερισμού και της μηδενιστικής αρνησιπατρίας) επιβιώνει πια μόνο στον ρόλο κομπάρσου της ασπόνδυλης καιροσκοπίας. Βενιζέλος και Κουβέλης έχουν μετρημένα τελειώσει, μόνο ο Σαμαράς ευελπιστεί να τον ξαναψηφίσουν οι εθελότυφλοι της «αισιοδοξίας».
Το καινούργιο θα γεννηθεί μόνο όταν η οργή και η ντροπή κοινωνηθούν με θαρραλέο λόγο, δημόσιο και ιδιωτικό. Από στόμα σε στόμα, με έντυπη επωνυμία (και όχι διαδικτυακή ανωνυμία), με μπροστάρηδες του τίμιου λόγου όσους τίμησε η κοινωνία με τη θεσμική ευθύνη να υπηρετούν τις απαιτήσεις της για ποιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου