Του Μπάμπη Παπαδημητρίου
Οι οπαδοί της άποψης ότι «μία είναι η (ιστορική) αλήθεια» θα πρέπει να είναι ικανοποιημένοι. Η ιστορικός Ρεπούση αναγνώρισε ότι ως βουλευτής καλύτερα να το παίζει ανιστόρητη! Κέρδισαν όσοι, ένθεν κακείθεν, θέλουν την Ιστορία «επίσημη». Η ενιαία σκέψη επιβλήθηκε επί της πολυπλοκότητας και πολυχρωμίας που χρωματίζουν την αυθεντική ιστορική κληρονομιά αυτού του πολυτάλαντου μέρους της γης και των ανθρώπων του.
Στο ιδεολογικό καταγώγι του ανερχόμενου εκφασισμού συνωστίζονται ολοένα και περισσότεροι οπαδοί. Μπορεί η Μαρία Ρεπούση να γλίτωσε τη Μακρόνησο, όπου αντιρρησίες συνείδησης διδάχθηκαν πώς (αλλά και «πού») γράφει ιστορία ο νικητής. Μπορεί να γλιτώνει και το Γκούλαγκ των Ζίζεκ-Τσίπρα. Δεν γλίτωσε όμως από τον ραβδισμό επί της ανοικτής παλάμης από τον δημοδιδάσκαλο του κόμματος υπό τη συγχορδία των συντρόφων της.
Η κατ’ αντιπαράσταση σύγκριση της στάσης μεταξύ Φώτη Κουβέλη, αριστερού, νομικού και αξιοπρεπέστατου ανθρώπου, και της Μαριέττας Γιαννάκου, δείχνει προς τα πού οδεύουν οι καταστάσεις: προς το χειρότερο. Η κυρία Γιαννάκου, ως υπουργός Παιδείας, με τη θαρραλέα είναι η αλήθεια υποστήριξη του τότε πρωθυπουργού, έδειξε, τότε, ότι η πολιτεία δεν πρέπει να υπακούει στα κελεύσματα όσων κάνουν τον κάργα.
Όσο κι αν με εντυπωσιάζει η επιμονή της κυρίας Ρεπούση να σέρνει τον δικό της χορό του Ζαλόγγου, αυτό που με θλίβει είναι ότι κανείς δεν σκέφτηκε να κοιτάξει πόσο απογοητευμένοι ή, στην καλύτερη περίπτωση, αδιάφοροι είναι οι μαθητές μας στην Ιστορία που τους διδάσκουν τα σχολεία μας.
Η διδαχή της Ιστορίας αποτελούσε μέγιστο πρόβλημα πριν από τη Μεταπολίτευση. Σύγχρονη ιστορία δεν εκάμαμε. Οτιδήποτε θύμιζε εξεγέρσεις, διεκδικήσεις, πολιτική αντιπαράθεση, κοινωνικά κινήματα, διαφορετικότητα ακόμη και στοιχεία του ευρωπαϊκού διαφωτισμού απουσίαζαν. Μάθαμε όμως να τα διαβάζουμε στα κρυφά. Η Ιστορία ήταν πάντοτε στο ημίφως. Μέχρις ότου ήρθε το Σκότος των δικτατόρων που επέβαλαν με το άγριο την ενιαία και αμόλυντο εθνικοπατριωτική άποψη για την Ιστορία.
Όμως, το πρόβλημα με τη διδαχή της Ιστορίας δεν βρήκε τη λύση που του αρμόζει σαράντα χρόνια μετά. Η μεταπολιτευτική «Αριστερά» έχτισε τους δικούς της μύθους δίπλα στους παλαιούς. Ο καθένας φρόντισε το δικό του ιστορικό οικόπεδο και αδιαφόρησε για τον ποιητή που επέμενε πως το μόνον εθνικό είναι, τελικώς, το αληθινό. Κυρίως γιατί οι πολιτικές παρατάξεις και τα μέσα ενημέρωσης, χειρίζονται την Ιστορία με τωρινές και βραχύβιες σκοπιμότητες. Αναμενόμενο όταν κυριαρχούν η ημιμάθεια και ο καιροσκοπισμός. Τελικώς, η χρησιμότητα της κυρίας Ρεπούση είναι ακριβώς αυτή: να μας θυμίζει τη μίζερη πλευρά της καθημερινής μας Ιστορίας.
Οι οπαδοί της άποψης ότι «μία είναι η (ιστορική) αλήθεια» θα πρέπει να είναι ικανοποιημένοι. Η ιστορικός Ρεπούση αναγνώρισε ότι ως βουλευτής καλύτερα να το παίζει ανιστόρητη! Κέρδισαν όσοι, ένθεν κακείθεν, θέλουν την Ιστορία «επίσημη». Η ενιαία σκέψη επιβλήθηκε επί της πολυπλοκότητας και πολυχρωμίας που χρωματίζουν την αυθεντική ιστορική κληρονομιά αυτού του πολυτάλαντου μέρους της γης και των ανθρώπων του.
Στο ιδεολογικό καταγώγι του ανερχόμενου εκφασισμού συνωστίζονται ολοένα και περισσότεροι οπαδοί. Μπορεί η Μαρία Ρεπούση να γλίτωσε τη Μακρόνησο, όπου αντιρρησίες συνείδησης διδάχθηκαν πώς (αλλά και «πού») γράφει ιστορία ο νικητής. Μπορεί να γλιτώνει και το Γκούλαγκ των Ζίζεκ-Τσίπρα. Δεν γλίτωσε όμως από τον ραβδισμό επί της ανοικτής παλάμης από τον δημοδιδάσκαλο του κόμματος υπό τη συγχορδία των συντρόφων της.
Η κατ’ αντιπαράσταση σύγκριση της στάσης μεταξύ Φώτη Κουβέλη, αριστερού, νομικού και αξιοπρεπέστατου ανθρώπου, και της Μαριέττας Γιαννάκου, δείχνει προς τα πού οδεύουν οι καταστάσεις: προς το χειρότερο. Η κυρία Γιαννάκου, ως υπουργός Παιδείας, με τη θαρραλέα είναι η αλήθεια υποστήριξη του τότε πρωθυπουργού, έδειξε, τότε, ότι η πολιτεία δεν πρέπει να υπακούει στα κελεύσματα όσων κάνουν τον κάργα.
Όσο κι αν με εντυπωσιάζει η επιμονή της κυρίας Ρεπούση να σέρνει τον δικό της χορό του Ζαλόγγου, αυτό που με θλίβει είναι ότι κανείς δεν σκέφτηκε να κοιτάξει πόσο απογοητευμένοι ή, στην καλύτερη περίπτωση, αδιάφοροι είναι οι μαθητές μας στην Ιστορία που τους διδάσκουν τα σχολεία μας.
Η διδαχή της Ιστορίας αποτελούσε μέγιστο πρόβλημα πριν από τη Μεταπολίτευση. Σύγχρονη ιστορία δεν εκάμαμε. Οτιδήποτε θύμιζε εξεγέρσεις, διεκδικήσεις, πολιτική αντιπαράθεση, κοινωνικά κινήματα, διαφορετικότητα ακόμη και στοιχεία του ευρωπαϊκού διαφωτισμού απουσίαζαν. Μάθαμε όμως να τα διαβάζουμε στα κρυφά. Η Ιστορία ήταν πάντοτε στο ημίφως. Μέχρις ότου ήρθε το Σκότος των δικτατόρων που επέβαλαν με το άγριο την ενιαία και αμόλυντο εθνικοπατριωτική άποψη για την Ιστορία.
Όμως, το πρόβλημα με τη διδαχή της Ιστορίας δεν βρήκε τη λύση που του αρμόζει σαράντα χρόνια μετά. Η μεταπολιτευτική «Αριστερά» έχτισε τους δικούς της μύθους δίπλα στους παλαιούς. Ο καθένας φρόντισε το δικό του ιστορικό οικόπεδο και αδιαφόρησε για τον ποιητή που επέμενε πως το μόνον εθνικό είναι, τελικώς, το αληθινό. Κυρίως γιατί οι πολιτικές παρατάξεις και τα μέσα ενημέρωσης, χειρίζονται την Ιστορία με τωρινές και βραχύβιες σκοπιμότητες. Αναμενόμενο όταν κυριαρχούν η ημιμάθεια και ο καιροσκοπισμός. Τελικώς, η χρησιμότητα της κυρίας Ρεπούση είναι ακριβώς αυτή: να μας θυμίζει τη μίζερη πλευρά της καθημερινής μας Ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου