Του Παντελή Μπουκάλα
Στην ιστορία της ανθρωπότητας, η τεχνική της μη κατονομασίας είναι ισόχρονη της πίστης ότι το όνομα ενός προσώπου δεν είναι κάποιος συμβατικός προσδιορισμός του, αλλά η συνοπτική αποτύπωση της ύπαρξής του· η βαθιά ταυτότητα, η ίδια του η ψυχή. Για να μην τους υφαρπάξει την ψυχή ο αντίπαλος στη μάχη ή για να μην μπορεί να στραφεί εναντίον τους με ονομαστικά προσδιορισμένες μαγικές τεχνικές, τα μέλη αρκετών φυλών διέθεταν δύο ονόματα: ένα δημόσιο, κοινόχρηστο, και ένα απόρρητο, το πραγματικό τους. Απόρρητο άφηναν και το όνομα των θεών τους αρκετοί λαοί, λ.χ. οι Χαναναίοι, που κρατούσαν μυστικά τα ονόματα των θεών τους υπό τη γενική ονομασία Βάαλ, και οι Ισραηλίτες, ώσπου ο Γιαχβέ αποκάλυψε στον Μωυσή, στο όρος Χωρήβ, το όνομά του, μάλλον ασαφές: «Εγώ ειμι ο ων».
Όσο κι αν εξελίσσεται η ανθρωπότητα, λείψανα της δεισιδαιμονίας, της μαγικής σκέψης και του εξωορθολογισμού θα επικαθορίζουν πάντοτε τη στάση της, στον δημόσιο χώρο και τον ιδιωτικό. Παράδειγμα η καθ’ ημάς πολιτική. Εκεί η τεχνική της μη κατονομασίας αναβαθμίστηκε σε στρατηγική, η αιτία πάντως παραμένει ίδια, η αρχαία: ο φόβος. Όσο αιχμηρά ρήματα και επίθετα κι αν επιστρατεύουν οι καταγγέλλοντες, με τα ονόματα δεν τα πηγαίνουν καλά, ιδίως όταν ο φόβος γίνεται κουβάρι με τις σκοπιμότητες. Εξού και το σύνηθες (σε Βουλή και τηλεόραση) «αν ανοίξω το στόμα μου...», που μένει εκεί, στα αποσιωπητικά της πρόκλησης, του εκφοβισμού ή του εκβιασμού.
Αντί ονομάτων, λοιπόν, ακούμε τα αόριστα «κάποιοι», «μερικοί», «ορισμένοι» κ.τ.λ. (μόνο το «οι εξαποδώ» λείπει). Έτσι, «κάποιοι» συγκροτούν εξωθεσμικά κέντρα, «κάποιοι» αποτελούν τα «μεγάλα συμφέροντα» (που οι πολιτικοί τα θυμούνται μόνο όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση), «κάποιοι» πλούτισαν σκανδαλωδώς (με το Χρηματιστήριο λ.χ. ή τους Ολυμπιακούς), «κάποιοι» λυμαίνονται το κράτος... Αλλά το περιδεές ή υστερόβουλο «κάποιοι», όταν απαιτείται ευθύτητα, ισούται με το «Κανένας». Για να τιμηθεί έτσι ο Ούτις, φυλετικό πρότυπό μας.
Την ίδια τεχνική - στρατηγική μετήλθε ο κ. Σαμαράς μιλώντας για το νεοναζιστικό φαινόμενο: Οπως πολλαχόθεν επισημάνθηκε, δεν κατονόμασε ούτε μία φορά τη Χρυσή Αυγή.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίο, αν οι του περιβάλλοντός του δεν διέδιδαν την ερμηνεία ότι δεν ονόμασε τη Χ.Α. για να μην εμπλακεί σε αντιπαράθεση μαζί της. Εδώ όμως ερχόμαστε στην καρδιά της πολιτικής: στο πώς εννοεί τον ρόλο του ένας πρωθυπουργός. Αν ο κ. Σαμαράς βλέπει τον εαυτό του ως κομματικό αρχηγό που διαχειρίζεται την εξουσία με μοναδικό στόχο την παντί τρόπω διατήρησή της, δίκην λαφύρου, τότε ναι, «δεν εμπλέκεται σε αντιπαράθεση», διότι οι ψήφοι δεν έχουν οσμή.
Αν όμως αποδέχεται ότι το πρωθυπουργικό αξίωμα είναι πολύ σπουδαιότερο από κάτι τέτοιο και κυρίως ότι η Χ.Α. συνιστά πολιτισμική πληγή και όχι δεξαμενή ψήφων, τότε θα συμφωνήσει ότι πρώτιστο χρέος του είναι η αντιπαράθεση μαζί της. Ευθέως και ονομαστικώς.
Στην ιστορία της ανθρωπότητας, η τεχνική της μη κατονομασίας είναι ισόχρονη της πίστης ότι το όνομα ενός προσώπου δεν είναι κάποιος συμβατικός προσδιορισμός του, αλλά η συνοπτική αποτύπωση της ύπαρξής του· η βαθιά ταυτότητα, η ίδια του η ψυχή. Για να μην τους υφαρπάξει την ψυχή ο αντίπαλος στη μάχη ή για να μην μπορεί να στραφεί εναντίον τους με ονομαστικά προσδιορισμένες μαγικές τεχνικές, τα μέλη αρκετών φυλών διέθεταν δύο ονόματα: ένα δημόσιο, κοινόχρηστο, και ένα απόρρητο, το πραγματικό τους. Απόρρητο άφηναν και το όνομα των θεών τους αρκετοί λαοί, λ.χ. οι Χαναναίοι, που κρατούσαν μυστικά τα ονόματα των θεών τους υπό τη γενική ονομασία Βάαλ, και οι Ισραηλίτες, ώσπου ο Γιαχβέ αποκάλυψε στον Μωυσή, στο όρος Χωρήβ, το όνομά του, μάλλον ασαφές: «Εγώ ειμι ο ων».
Όσο κι αν εξελίσσεται η ανθρωπότητα, λείψανα της δεισιδαιμονίας, της μαγικής σκέψης και του εξωορθολογισμού θα επικαθορίζουν πάντοτε τη στάση της, στον δημόσιο χώρο και τον ιδιωτικό. Παράδειγμα η καθ’ ημάς πολιτική. Εκεί η τεχνική της μη κατονομασίας αναβαθμίστηκε σε στρατηγική, η αιτία πάντως παραμένει ίδια, η αρχαία: ο φόβος. Όσο αιχμηρά ρήματα και επίθετα κι αν επιστρατεύουν οι καταγγέλλοντες, με τα ονόματα δεν τα πηγαίνουν καλά, ιδίως όταν ο φόβος γίνεται κουβάρι με τις σκοπιμότητες. Εξού και το σύνηθες (σε Βουλή και τηλεόραση) «αν ανοίξω το στόμα μου...», που μένει εκεί, στα αποσιωπητικά της πρόκλησης, του εκφοβισμού ή του εκβιασμού.
Αντί ονομάτων, λοιπόν, ακούμε τα αόριστα «κάποιοι», «μερικοί», «ορισμένοι» κ.τ.λ. (μόνο το «οι εξαποδώ» λείπει). Έτσι, «κάποιοι» συγκροτούν εξωθεσμικά κέντρα, «κάποιοι» αποτελούν τα «μεγάλα συμφέροντα» (που οι πολιτικοί τα θυμούνται μόνο όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση), «κάποιοι» πλούτισαν σκανδαλωδώς (με το Χρηματιστήριο λ.χ. ή τους Ολυμπιακούς), «κάποιοι» λυμαίνονται το κράτος... Αλλά το περιδεές ή υστερόβουλο «κάποιοι», όταν απαιτείται ευθύτητα, ισούται με το «Κανένας». Για να τιμηθεί έτσι ο Ούτις, φυλετικό πρότυπό μας.
Την ίδια τεχνική - στρατηγική μετήλθε ο κ. Σαμαράς μιλώντας για το νεοναζιστικό φαινόμενο: Οπως πολλαχόθεν επισημάνθηκε, δεν κατονόμασε ούτε μία φορά τη Χρυσή Αυγή.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαίο, αν οι του περιβάλλοντός του δεν διέδιδαν την ερμηνεία ότι δεν ονόμασε τη Χ.Α. για να μην εμπλακεί σε αντιπαράθεση μαζί της. Εδώ όμως ερχόμαστε στην καρδιά της πολιτικής: στο πώς εννοεί τον ρόλο του ένας πρωθυπουργός. Αν ο κ. Σαμαράς βλέπει τον εαυτό του ως κομματικό αρχηγό που διαχειρίζεται την εξουσία με μοναδικό στόχο την παντί τρόπω διατήρησή της, δίκην λαφύρου, τότε ναι, «δεν εμπλέκεται σε αντιπαράθεση», διότι οι ψήφοι δεν έχουν οσμή.
Αν όμως αποδέχεται ότι το πρωθυπουργικό αξίωμα είναι πολύ σπουδαιότερο από κάτι τέτοιο και κυρίως ότι η Χ.Α. συνιστά πολιτισμική πληγή και όχι δεξαμενή ψήφων, τότε θα συμφωνήσει ότι πρώτιστο χρέος του είναι η αντιπαράθεση μαζί της. Ευθέως και ονομαστικώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου