Κώστας Παπαχρήστου
Η προαστιακή καφετέρια ήταν ασφυκτικά γεμάτη.
Καθώς απολάμβανα καφέ και χαλαρή συζήτηση με μια φίλη, χτύπησε το
κινητό στο διπλανό τραπέζι. Ο ήχος του ήταν από κάποιο λαϊκό άσμα:
«Στο κάτω-κάτω της γραφής
αξίζει να καταστραφείς
και ως το θάνατο να πας
για μια γυναίκα που αγαπάς»
Διέκρινα αμέσως εκείνη την έκφραση πικρής ειρωνείας στο πρόσωπο της φίλης. Μου εξήγησε χωρίς καν να τη ρωτήσω:
– Σε κανέναν δεν αξίζει μια γυναίκα που θα τον άφηνε να καταστραφεί και να πεθάνει για χάρη της!
Δεν πρόλαβα να πω ότι συμφωνώ, καθώς συνέχισε:
– Τι ωραία τραγουδάκια θανάτου και καταστροφής γράφουν, τραγουδούν και εμπορεύονται οι βολεμένοι! Για να μπορούν, υπό τους ήχους τους, κάποιοι άλλοι βολεμένοι να ξεδίνουν κάνοντας τρελό κέφι με ποτά, με άνθη κι αμέτρητα «ώπα»!
Της είπα πως πρόκειται απλά για ένα τραγούδι, μα εκείνη φαινόταν να έχει άποψη:
– Δεν είναι μόνο ένα τραγούδι, είναι ολόκληρη φιλοσοφία διαστροφής της Τέχνης. Δώσε στον κόσμο καταστροφή, δώσ’ του θάνατο, μα προς Θεού όχι θετικά μηνύματα! Αυτά θα τον ξενερώσουν και η Τέχνη δεν θα πουλήσει. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όλοι θα πουν: «Ένα τραγούδι είναι. Ποιος θα το πάρει στα σοβαρά;» Σκέφτηκε, όμως, κανείς εκείνον που είναι στ’ αλήθεια στο χείλος του γκρεμού και του αρκεί μια λέξη για να σαλτάρει; Η επαναλαμβανόμενη προτροπή «αφανίσου» στο ρεφρέν ενός τραγουδιού είναι γι’ αυτόν αληθινό πολυβόλο που σκοτώνει και τις τελευταίες του αντιστάσεις! Όπως υπονομεύει την αυτοπροστασία το μήνυμα ότι ο έρωτας «οφείλει» να σε βλάπτει για να είναι αληθινός:
«Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό»
Δεν θέλησα να διακόψω τον χειμαρρώδη λόγο της, που είχε αρχίσει να με απορροφά:
– Και, πέρα από τον έρωτα, για δες πώς κάποιοι «επαναστάτες» χωμένοι ως το λαιμό στο σύστημα και μόνιμα ευνοούμενοί του, προτρέπουν άδοντες τους ηλίθιους ιδεολόγους να συναντήσουν στο τέλος του ονείρου τους την καταστροφή και τον αφανισμό τους:
«Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο
κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει»
Πήρα ασυναίσθητα το χέρι μου από την κούπα του καφέ, που ήταν ακόμα ζεστός…
– Κι όταν αρχίσεις πια να καίγεσαι στη φωτιά, οι κήρυκες της ένδοξης αυτοπυρπόλησης φροντίζουν να σε θωρακίσουν κι από όποιον τυχόν επιχειρήσει να σε βοηθήσει να σωθείς:
«Άσε με να κάνω λάθος
Μη παριστάνεις το Θεό
Δε μ’ αρέσουν οι σωτήρες
Δε γουστάρω να σωθώ»
Της ομολόγησα πως κι εγώ, ως δάσκαλος, βρίσκω το μήνυμα σ’ αυτό το τραγούδι εφιαλτικό. Μα εκείνη δεν έδειχνε πια να με ακούει:
– Γιατί, άραγε, η Τέχνη πρέπει να μας περνάει μέσα από την Κόλαση του Δάντη; Μήπως, τελικά, απευθύνεται όχι στους ευαίσθητους μα στους δυνατούς, εκείνους που δεν κάνουν ποτέ την Τέχνη ζωή;
Κούνησα το κεφάλι καθώς εκείνη συνέχισε:
– Κοίτα τους δημιουργούς και τους ερμηνευτές των τραγουδιών που ηρωοποιούν την αυτοκαταστροφή χάριν, υποτίθεται, του έρωτα ή άλλων υψηλών ιδανικών: Πόσοι από αυτούς πήραν κι οι ίδιοι το μήνυμα που έστειλαν; Πόσοι κάηκαν μέσα στη φωτιά που άναψε η τέχνη τους; Και – τι ειρωνεία! – ο μόνος που στ’ αλήθεια οδήγησε τον εαυτό του στην απόλυτη καταστροφή, έχοντας ζήσει μια ζωή μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση – αφού αρνήθηκε πεισματικά να εκπορνεύσει εμπορικά την τέχνη του – ήταν εκείνος ο «Μπαγάσας» που άφησε πίσω του τα υγιέστερα τραγούδια. Εκείνα που υμνούν τη ζωή και καταδικάζουν τις πρακτικές αυτοκαταστροφής, για τις οποίες κάποιος άλλος, κλείνοντας πονηρά το μάτι στην κοινωνία, λέει με προκλητικό κυνισμό: «Άσε με να κάνω λάθος!»
Κοίταξα αμήχανα το ρολόι μου, μα η φίλη είχε κάτι ακόμα να πει, ίσως το καλύτερο απ’ όσα άκουσα:
– Αυτοί οι… αυτοαναφλεγόμενοι δημιουργοί και εκφραστές τέχνης επιδρούν καταλυτικά στις ερωτικές σχέσεις. Προβάλλουν και, τελικά, εμβάλλουν την ιδέα πως, ό,τι δεν μας καίει και δεν μας καταστρέφει είναι άνευ σημασίας, είναι «σούπα ημίζεστη»! Έτσι, αν ο συναισθηματικός εταίρος δεν ασπάζεται και δεν υιοθετεί αυτή την ιδεολογία αλλά βιώνει τη σχέση ισορροπημένα και δημιουργικά, θεωρείται πλημμελώς συναισθανόμενος και μειοδοτών, και εν τέλει αντίπαλος! Η σχέση, έτσι, γίνεται πόλεμος και δύσκολα βιώνεται από εκείνον που βλέπει τον έρωτα ως κίνητρο ζωής και πηγή χαράς και ψυχικής αναδόμησης…
Καθώς βγαίναμε στο δρόμο, ρώτησα τη φίλη αν θα μπορούσα να δημοσιοποιήσω την κουβέντα μας στη μορφή μιας, ας πούμε, «απρογραμμάτιστης συνέντευξης». Μου απάντησε:
– Να την αφιερώσεις στους πολυτραυματίες της Τέχνης και του έρωτα. Στους αληθινούς, όμως!
* Στη σύνταξη του κειμένου συνεργάστηκε η Θάλεια Χρόνη. Την ευχαριστώ!
«Στο κάτω-κάτω της γραφής
αξίζει να καταστραφείς
και ως το θάνατο να πας
για μια γυναίκα που αγαπάς»
Διέκρινα αμέσως εκείνη την έκφραση πικρής ειρωνείας στο πρόσωπο της φίλης. Μου εξήγησε χωρίς καν να τη ρωτήσω:
– Σε κανέναν δεν αξίζει μια γυναίκα που θα τον άφηνε να καταστραφεί και να πεθάνει για χάρη της!
Δεν πρόλαβα να πω ότι συμφωνώ, καθώς συνέχισε:
– Τι ωραία τραγουδάκια θανάτου και καταστροφής γράφουν, τραγουδούν και εμπορεύονται οι βολεμένοι! Για να μπορούν, υπό τους ήχους τους, κάποιοι άλλοι βολεμένοι να ξεδίνουν κάνοντας τρελό κέφι με ποτά, με άνθη κι αμέτρητα «ώπα»!
Της είπα πως πρόκειται απλά για ένα τραγούδι, μα εκείνη φαινόταν να έχει άποψη:
– Δεν είναι μόνο ένα τραγούδι, είναι ολόκληρη φιλοσοφία διαστροφής της Τέχνης. Δώσε στον κόσμο καταστροφή, δώσ’ του θάνατο, μα προς Θεού όχι θετικά μηνύματα! Αυτά θα τον ξενερώσουν και η Τέχνη δεν θα πουλήσει. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όλοι θα πουν: «Ένα τραγούδι είναι. Ποιος θα το πάρει στα σοβαρά;» Σκέφτηκε, όμως, κανείς εκείνον που είναι στ’ αλήθεια στο χείλος του γκρεμού και του αρκεί μια λέξη για να σαλτάρει; Η επαναλαμβανόμενη προτροπή «αφανίσου» στο ρεφρέν ενός τραγουδιού είναι γι’ αυτόν αληθινό πολυβόλο που σκοτώνει και τις τελευταίες του αντιστάσεις! Όπως υπονομεύει την αυτοπροστασία το μήνυμα ότι ο έρωτας «οφείλει» να σε βλάπτει για να είναι αληθινός:
«Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό»
Δεν θέλησα να διακόψω τον χειμαρρώδη λόγο της, που είχε αρχίσει να με απορροφά:
– Και, πέρα από τον έρωτα, για δες πώς κάποιοι «επαναστάτες» χωμένοι ως το λαιμό στο σύστημα και μόνιμα ευνοούμενοί του, προτρέπουν άδοντες τους ηλίθιους ιδεολόγους να συναντήσουν στο τέλος του ονείρου τους την καταστροφή και τον αφανισμό τους:
«Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο
κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει»
Πήρα ασυναίσθητα το χέρι μου από την κούπα του καφέ, που ήταν ακόμα ζεστός…
– Κι όταν αρχίσεις πια να καίγεσαι στη φωτιά, οι κήρυκες της ένδοξης αυτοπυρπόλησης φροντίζουν να σε θωρακίσουν κι από όποιον τυχόν επιχειρήσει να σε βοηθήσει να σωθείς:
«Άσε με να κάνω λάθος
Μη παριστάνεις το Θεό
Δε μ’ αρέσουν οι σωτήρες
Δε γουστάρω να σωθώ»
Της ομολόγησα πως κι εγώ, ως δάσκαλος, βρίσκω το μήνυμα σ’ αυτό το τραγούδι εφιαλτικό. Μα εκείνη δεν έδειχνε πια να με ακούει:
– Γιατί, άραγε, η Τέχνη πρέπει να μας περνάει μέσα από την Κόλαση του Δάντη; Μήπως, τελικά, απευθύνεται όχι στους ευαίσθητους μα στους δυνατούς, εκείνους που δεν κάνουν ποτέ την Τέχνη ζωή;
Κούνησα το κεφάλι καθώς εκείνη συνέχισε:
– Κοίτα τους δημιουργούς και τους ερμηνευτές των τραγουδιών που ηρωοποιούν την αυτοκαταστροφή χάριν, υποτίθεται, του έρωτα ή άλλων υψηλών ιδανικών: Πόσοι από αυτούς πήραν κι οι ίδιοι το μήνυμα που έστειλαν; Πόσοι κάηκαν μέσα στη φωτιά που άναψε η τέχνη τους; Και – τι ειρωνεία! – ο μόνος που στ’ αλήθεια οδήγησε τον εαυτό του στην απόλυτη καταστροφή, έχοντας ζήσει μια ζωή μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση – αφού αρνήθηκε πεισματικά να εκπορνεύσει εμπορικά την τέχνη του – ήταν εκείνος ο «Μπαγάσας» που άφησε πίσω του τα υγιέστερα τραγούδια. Εκείνα που υμνούν τη ζωή και καταδικάζουν τις πρακτικές αυτοκαταστροφής, για τις οποίες κάποιος άλλος, κλείνοντας πονηρά το μάτι στην κοινωνία, λέει με προκλητικό κυνισμό: «Άσε με να κάνω λάθος!»
Κοίταξα αμήχανα το ρολόι μου, μα η φίλη είχε κάτι ακόμα να πει, ίσως το καλύτερο απ’ όσα άκουσα:
– Αυτοί οι… αυτοαναφλεγόμενοι δημιουργοί και εκφραστές τέχνης επιδρούν καταλυτικά στις ερωτικές σχέσεις. Προβάλλουν και, τελικά, εμβάλλουν την ιδέα πως, ό,τι δεν μας καίει και δεν μας καταστρέφει είναι άνευ σημασίας, είναι «σούπα ημίζεστη»! Έτσι, αν ο συναισθηματικός εταίρος δεν ασπάζεται και δεν υιοθετεί αυτή την ιδεολογία αλλά βιώνει τη σχέση ισορροπημένα και δημιουργικά, θεωρείται πλημμελώς συναισθανόμενος και μειοδοτών, και εν τέλει αντίπαλος! Η σχέση, έτσι, γίνεται πόλεμος και δύσκολα βιώνεται από εκείνον που βλέπει τον έρωτα ως κίνητρο ζωής και πηγή χαράς και ψυχικής αναδόμησης…
Καθώς βγαίναμε στο δρόμο, ρώτησα τη φίλη αν θα μπορούσα να δημοσιοποιήσω την κουβέντα μας στη μορφή μιας, ας πούμε, «απρογραμμάτιστης συνέντευξης». Μου απάντησε:
– Να την αφιερώσεις στους πολυτραυματίες της Τέχνης και του έρωτα. Στους αληθινούς, όμως!
* Στη σύνταξη του κειμένου συνεργάστηκε η Θάλεια Χρόνη. Την ευχαριστώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου