Θανάσης Γκότοβος
6,453 φιλόλογοι με κάποια προϋπηρεσία στην Εκπαίδευση και 8,970 με μηδενική προϋπηρεσία περιμένουν
να ανοίξει και γι αυτούς κάποια πόρτα ή έστω ένα παράθυρο κάποιου
σχολείου για να μπορέσουν να ασκήσουν το επάγγελμα που έχουν μάθει.
Στην ίδια θέση αναμονής βρίσκονται 1,796 και 1,831 μαθηματικοί, 1,173 και 911 φυσικοί, 554 και 409 χημικοί, 272 και 346 βιολόγοι, 140 και 412 κοινωνιολόγοι, 108 και 264 γεωλόγοι, 447 και 524 θεατρολόγοι, 1873 και 1069 καθηγητές Αγγλικών, 880 και 510 καθηγητές Γαλλικών, 808 και 315 καθηγητές Γερμανικών, 476 και 561 καθηγητές καλλιτεχνικών, 320 και 779 οικονομολόγοι, 1,896 και 1,648 γυμναστές, 1,340 και 1,435 μουσικοί, 1,138 και 1,802 καθηγητές πληροφορικής, 447 και 525 θεατρολόγοι, 2,166 και 6,633 δάσκαλοι, 3,916 και 4,820 νηπιαγωγοί – και υπάρχουν ακόμη πρόσθετες κατηγορίες στον μακρύ και παράλογο κατάλογο των ειδικοτήτων που κατάφερε να δημιουργήσει η πολιτική τάξη της Μεταπολίτευσης, αγέρωχη και επηρμένη για τη σοφία της, ανίκανη να ακούσει και να μάθει.
Ένα κανονικό δράμα έχει προκύψει για πάνω από 60.000 νέους που έχουν αποφοιτήσει από ελληνικά Πανεπιστήμια και έχουν μάθει να ασκούν ένα επάγγελμα που οι περισσότεροι ποτέ δεν θα έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν. Γιατί οι αριθμοί είναι αμείλικτοι:
Η συρρίκνωση του σώματος των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του OECD και της Eurostat είναι με απόσταση η μεγαλύτερη που συνέβη ποτέ σε ευρωπαϊκή χώρα μέσα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Μόνο το προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης έχει μειωθεί κατά 30.000 τα τελευταία τρία χρόνια με αποχωρήσεις και διαθεσιμότητες. Και έπεται συνέχεια, διότι το υπουργείο Παιδείας είχε τη φαεινή ιδέα να αυξήσει το διδακτικό ωράριο και ταυτόχρονα να μειώσει τους μισθούς των εκπαιδευτικών.
Όλοι οι μεγάλοι Παιδαγωγοί μπήκαν στη μπάντα, η λύση για τη διασφάλιση της ποιότητας στην Εκπαίδευση βρέθηκε, όπως συμβαίνει μερικές φορές στις ανακαλύψεις, από ερασιτέχνες: όσο μειώνονται οι δαπάνες για την Παιδεία, τόσο αυξάνεται η ποιότητα. Βοήθησε, βεβαίως, και η μείωση του αριθμού των αλλοδαπών μαθητών, ύστερα από την κρίση. Και θα βοηθήσει στο μέλλον ακόμη περισσότερο το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, που για τον εκπαιδευτικό όλων των βαθμίδων σημαίνει πολύ απλά «ανεργία».
Οι αρμόδιοι, όχι μόνο δεν έχουν διάθεση να ανοίξουν την πόρτα της Εκπαίδευσης για τους δεκάδες χιλιάδες αναμένοντες εκπαιδευτικούς, αλλά φοβερίζουν ότι θα μειώσουν ακόμη περισσότερο τον αριθμό των υπηρετούντων, διώχνοντας ένα ποσοστό, όχι τώρα ως «επίορκους», αλλά ως «ακατάλληλους» με βάση τα πορίσματα της αξιολόγησης την οποία θα κάνουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί στους συναδέλφους τους.
Υπάρχει, βεβαίως, μια επιφύλαξη ως προς την ετοιμότητα που θα δείξουν οι εκπαιδευτικοί να «αξιολογήσουν» εαυτούς και αλλήλους, όταν η αξιολόγηση για κάποιους σημαίνει εργασιακό θάνατο. Το πείραμα δεν έχει παρελθόν στην Ελλάδα, γι αυτό και η έκβασή του είναι τόσο αβέβαιη, όσο και το μέλλον αυτής της κυβέρνησης.
Αν, μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνητικό κόμμα θελήσει να διατηρήσει τις σημερινές διατάξεις για την αξιολόγηση, μπορεί από τώρα να ευγνωμονεί τους προκατόχους του για το λαμπρό πεδίο πελατειακών σχέσεων που ανοίγει η εφαρμογή της αξιολόγησης, επικαλούμενος, όπως κάθε κυβέρνηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, τη «νομιμότητα» και την υποχρέωση των υπαλλήλων να την τηρούν απαρέγκλιτα.
Σε περίπτωση, μάλιστα, που υπάρξει η «μεγάλη συμμαχία» και στην Ελλάδα, η προτροπή για τη «νομιμοφροσύνη» θα είναι διπλή. Και οι εκπαιδευτικοί που ζουν το δράμα της ανεργίας ή το φόβο της απώλειας της θέσης τους θα λαμβάνουν παραμυθία γνωρίζοντας ότι είναι τουλάχιστον «νόμιμοι». Όλοι, άλλωστε, γνωρίζουμε ότι αλλιώς αισθάνεσαι το άδειο στομάχι όταν είσαι νόμιμος, και διαφορετικά όταν είσαι παραβάτης. Και ότι μπορεί κανείς να μάθει να είναι και νηστικός, και νόμιμος.
«Ευχαρίστως να σας προσλάβουμε παιδιά, αλλά δεν υπάρχουν λεφτά», λένε οι αρμόδιοι και οι φρόνιμοι. Αλλά πώς να το πιστέψουν αυτό οι διοριστέοι του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ του 2008, όταν μετά από τόσον καιρό δεν έχουν ακόμα διοριστεί; «Ας όψεται η τρόϊκα», απαντούν οι αρμόδιοι.
Αλλά οι αδιόριστοι, ίσως, να έχουν άλλη ανάγνωση των πραγμάτων και να ρίχνουν την ευθύνη για το δράμα τους κυρίως στους πρόθυμους εκτελεστές της τρόϊκας. Ειδικά όταν βλέπουν ότι «λεφτά υπάρχουν». Και ότι διανέμονται αφειδώς σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, μέσα στην κρίση και παρά την κρίση.
Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Ας δούμε μόνο ένα, όχι ίσως το πιο σκανδαλώδες, αλλά πολύ χαρακτηριστικό για το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που η ζωή αυτών των 60.000 πτυχιούχων άλλαξε ριζικά και ο εργασιακός γκρεμός χάσκει μπροστά τους, παλιές πελατειακές πρακτικές και νοοτροπίες σπατάλης δημοσίου χρήματος συνεχίζονται – πάντοτε φυσικά στα πλαίσια της νομιμότητας, της οποίας και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα.
Πού βρίσκονται, μέσα στην κρίση, οι πιστώσεις για να καλύπτονται οι τεράστιες δαπάνες συντήρησης ενός παράλληλου εκπαιδευτικού συστήματος από αμιγή ελληνικά σχολεία στην αλλοδαπή, κυρίως τη Γερμανία; Στα οποία φοιτά ένα ποσοστό τέκνων Ελλήνων μεταναστών και υπαλλήλων, χωριστά από τους υπόλοιπους συνομηλίκους τους, σε σχολεία «γκέτο», με σκοπό να εισαχθούν μέσω των ειδικών εξετάσεων σε ελληνικά ΑΕΙ από όπου μετά από χρόνια θα αποφοιτήσουν για να αναζητήσουν εργασία – συχνά ανειδίκευτη – στην ίδια τη χώρα όπου οι γονείς τους – με ευθύνη της Πολιτείας που προσφέρει την επιλογή – είχαν επιλέξει να μην παρακολουθήσουν τα κανονικά σχολεία, κάτι που κάνουν χωρίς εξαίρεση όλοι οι υπόλοιποι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών.
Η επίσημη αφήγηση (μάλλον, «παραμύθι») για την αξία αυτής της επιλογής είναι «να μη χαθεί η ελληνική ταυτότητα» που κινδυνεύει από τον στενό συγχρωτισμό με τους… Γερμανούς. Προφανώς, το ελληνικό υπουργείο Παιδείας που στηρίζει διαχρονικά αυτή την πολιτική από το 1982 μέχρι σήμερα, ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της ελληνικότητας μόνον του 16% των μαθητών ελληνικής καταγωγής που φοιτούν στα αμιγή σχολεία. Για τους υπόλοιπους Ελληνόπαιδες, που εγγράφονται στα κανονικά σχολεία της ίδιας χώρας, η ταυτότητα μπορεί να αλλοιωθεί ή και να απωλεσθεί…
Ο πραγματικός λόγος για τη διατήρηση του αναχρονιστικού και δαπανηρού αυτού θεσμού είναι, όμως, πολύ διαφορετικός και εξηγεί γιατί βρίσκονται «λεφτά» για τις παράλληλες εκπαιδευτικές δομές. Ανοίγοντας τη «φάμπρικα» αμιγή ελληνικά σχολεία, εξυπηρετείς πολλούς: κομματικά στελέχη που ζητούν να γίνουν εκπαιδευτικοί σύμβουλοι στα προξενεία, άλλα που θέλουν να είναι συντονιστές, ημέτερους εκπαιδευτικούς που για μια πενταετία επιθυμούν να αποταμιεύσουν τον μισθό τους στην Ελλάδα, αφού ζουν με το πρόσθετο επιμίσθιο που κερδίζουν στη Γερμανία, ημέτερους αλλά αδρά αμειβόμενους νομομαθείς που εξετάζουν διαρκώς και αδιαλείπτως τα συμβόλαια των ελληνικών σχολείων με τις γερμανικές αρχές, μελετητές και μεσίτες κτιρίων, και πλήθος άλλων παρατρεχάμενων που μπαίνουν στην εξίσωση «λειτουργία αμιγών ελληνικών σχολείων στη Γερμανία».
Η ελληνική πολιτική τάξη αποδεικνύεται πολύ ανθεκτική σε ό,τι αφορά τις παλιές καλές πρακτικές της. Τις θεωρεί μέρος της στρατηγικής για την αυτοσυντήρησή της. Έχουν, όμως, την ίδια άποψη και οι 60.000 πτυχιούχοι εκπαιδευτικοί που περιμένουν το τίποτε – και μαζί με αυτούς οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι νέοι – που δεν χωράνε πλέον σε τέτοιες «εξισώσεις»;
Στην ίδια θέση αναμονής βρίσκονται 1,796 και 1,831 μαθηματικοί, 1,173 και 911 φυσικοί, 554 και 409 χημικοί, 272 και 346 βιολόγοι, 140 και 412 κοινωνιολόγοι, 108 και 264 γεωλόγοι, 447 και 524 θεατρολόγοι, 1873 και 1069 καθηγητές Αγγλικών, 880 και 510 καθηγητές Γαλλικών, 808 και 315 καθηγητές Γερμανικών, 476 και 561 καθηγητές καλλιτεχνικών, 320 και 779 οικονομολόγοι, 1,896 και 1,648 γυμναστές, 1,340 και 1,435 μουσικοί, 1,138 και 1,802 καθηγητές πληροφορικής, 447 και 525 θεατρολόγοι, 2,166 και 6,633 δάσκαλοι, 3,916 και 4,820 νηπιαγωγοί – και υπάρχουν ακόμη πρόσθετες κατηγορίες στον μακρύ και παράλογο κατάλογο των ειδικοτήτων που κατάφερε να δημιουργήσει η πολιτική τάξη της Μεταπολίτευσης, αγέρωχη και επηρμένη για τη σοφία της, ανίκανη να ακούσει και να μάθει.
Ένα κανονικό δράμα έχει προκύψει για πάνω από 60.000 νέους που έχουν αποφοιτήσει από ελληνικά Πανεπιστήμια και έχουν μάθει να ασκούν ένα επάγγελμα που οι περισσότεροι ποτέ δεν θα έχουν την ευκαιρία να ασκήσουν. Γιατί οι αριθμοί είναι αμείλικτοι:
Η συρρίκνωση του σώματος των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του OECD και της Eurostat είναι με απόσταση η μεγαλύτερη που συνέβη ποτέ σε ευρωπαϊκή χώρα μέσα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Μόνο το προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης έχει μειωθεί κατά 30.000 τα τελευταία τρία χρόνια με αποχωρήσεις και διαθεσιμότητες. Και έπεται συνέχεια, διότι το υπουργείο Παιδείας είχε τη φαεινή ιδέα να αυξήσει το διδακτικό ωράριο και ταυτόχρονα να μειώσει τους μισθούς των εκπαιδευτικών.
Όλοι οι μεγάλοι Παιδαγωγοί μπήκαν στη μπάντα, η λύση για τη διασφάλιση της ποιότητας στην Εκπαίδευση βρέθηκε, όπως συμβαίνει μερικές φορές στις ανακαλύψεις, από ερασιτέχνες: όσο μειώνονται οι δαπάνες για την Παιδεία, τόσο αυξάνεται η ποιότητα. Βοήθησε, βεβαίως, και η μείωση του αριθμού των αλλοδαπών μαθητών, ύστερα από την κρίση. Και θα βοηθήσει στο μέλλον ακόμη περισσότερο το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, που για τον εκπαιδευτικό όλων των βαθμίδων σημαίνει πολύ απλά «ανεργία».
Οι αρμόδιοι, όχι μόνο δεν έχουν διάθεση να ανοίξουν την πόρτα της Εκπαίδευσης για τους δεκάδες χιλιάδες αναμένοντες εκπαιδευτικούς, αλλά φοβερίζουν ότι θα μειώσουν ακόμη περισσότερο τον αριθμό των υπηρετούντων, διώχνοντας ένα ποσοστό, όχι τώρα ως «επίορκους», αλλά ως «ακατάλληλους» με βάση τα πορίσματα της αξιολόγησης την οποία θα κάνουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί στους συναδέλφους τους.
Υπάρχει, βεβαίως, μια επιφύλαξη ως προς την ετοιμότητα που θα δείξουν οι εκπαιδευτικοί να «αξιολογήσουν» εαυτούς και αλλήλους, όταν η αξιολόγηση για κάποιους σημαίνει εργασιακό θάνατο. Το πείραμα δεν έχει παρελθόν στην Ελλάδα, γι αυτό και η έκβασή του είναι τόσο αβέβαιη, όσο και το μέλλον αυτής της κυβέρνησης.
Αν, μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνητικό κόμμα θελήσει να διατηρήσει τις σημερινές διατάξεις για την αξιολόγηση, μπορεί από τώρα να ευγνωμονεί τους προκατόχους του για το λαμπρό πεδίο πελατειακών σχέσεων που ανοίγει η εφαρμογή της αξιολόγησης, επικαλούμενος, όπως κάθε κυβέρνηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, τη «νομιμότητα» και την υποχρέωση των υπαλλήλων να την τηρούν απαρέγκλιτα.
Σε περίπτωση, μάλιστα, που υπάρξει η «μεγάλη συμμαχία» και στην Ελλάδα, η προτροπή για τη «νομιμοφροσύνη» θα είναι διπλή. Και οι εκπαιδευτικοί που ζουν το δράμα της ανεργίας ή το φόβο της απώλειας της θέσης τους θα λαμβάνουν παραμυθία γνωρίζοντας ότι είναι τουλάχιστον «νόμιμοι». Όλοι, άλλωστε, γνωρίζουμε ότι αλλιώς αισθάνεσαι το άδειο στομάχι όταν είσαι νόμιμος, και διαφορετικά όταν είσαι παραβάτης. Και ότι μπορεί κανείς να μάθει να είναι και νηστικός, και νόμιμος.
«Ευχαρίστως να σας προσλάβουμε παιδιά, αλλά δεν υπάρχουν λεφτά», λένε οι αρμόδιοι και οι φρόνιμοι. Αλλά πώς να το πιστέψουν αυτό οι διοριστέοι του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ του 2008, όταν μετά από τόσον καιρό δεν έχουν ακόμα διοριστεί; «Ας όψεται η τρόϊκα», απαντούν οι αρμόδιοι.
Αλλά οι αδιόριστοι, ίσως, να έχουν άλλη ανάγνωση των πραγμάτων και να ρίχνουν την ευθύνη για το δράμα τους κυρίως στους πρόθυμους εκτελεστές της τρόϊκας. Ειδικά όταν βλέπουν ότι «λεφτά υπάρχουν». Και ότι διανέμονται αφειδώς σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, μέσα στην κρίση και παρά την κρίση.
Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Ας δούμε μόνο ένα, όχι ίσως το πιο σκανδαλώδες, αλλά πολύ χαρακτηριστικό για το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που η ζωή αυτών των 60.000 πτυχιούχων άλλαξε ριζικά και ο εργασιακός γκρεμός χάσκει μπροστά τους, παλιές πελατειακές πρακτικές και νοοτροπίες σπατάλης δημοσίου χρήματος συνεχίζονται – πάντοτε φυσικά στα πλαίσια της νομιμότητας, της οποίας και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα.
Πού βρίσκονται, μέσα στην κρίση, οι πιστώσεις για να καλύπτονται οι τεράστιες δαπάνες συντήρησης ενός παράλληλου εκπαιδευτικού συστήματος από αμιγή ελληνικά σχολεία στην αλλοδαπή, κυρίως τη Γερμανία; Στα οποία φοιτά ένα ποσοστό τέκνων Ελλήνων μεταναστών και υπαλλήλων, χωριστά από τους υπόλοιπους συνομηλίκους τους, σε σχολεία «γκέτο», με σκοπό να εισαχθούν μέσω των ειδικών εξετάσεων σε ελληνικά ΑΕΙ από όπου μετά από χρόνια θα αποφοιτήσουν για να αναζητήσουν εργασία – συχνά ανειδίκευτη – στην ίδια τη χώρα όπου οι γονείς τους – με ευθύνη της Πολιτείας που προσφέρει την επιλογή – είχαν επιλέξει να μην παρακολουθήσουν τα κανονικά σχολεία, κάτι που κάνουν χωρίς εξαίρεση όλοι οι υπόλοιποι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών.
Η επίσημη αφήγηση (μάλλον, «παραμύθι») για την αξία αυτής της επιλογής είναι «να μη χαθεί η ελληνική ταυτότητα» που κινδυνεύει από τον στενό συγχρωτισμό με τους… Γερμανούς. Προφανώς, το ελληνικό υπουργείο Παιδείας που στηρίζει διαχρονικά αυτή την πολιτική από το 1982 μέχρι σήμερα, ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της ελληνικότητας μόνον του 16% των μαθητών ελληνικής καταγωγής που φοιτούν στα αμιγή σχολεία. Για τους υπόλοιπους Ελληνόπαιδες, που εγγράφονται στα κανονικά σχολεία της ίδιας χώρας, η ταυτότητα μπορεί να αλλοιωθεί ή και να απωλεσθεί…
Ο πραγματικός λόγος για τη διατήρηση του αναχρονιστικού και δαπανηρού αυτού θεσμού είναι, όμως, πολύ διαφορετικός και εξηγεί γιατί βρίσκονται «λεφτά» για τις παράλληλες εκπαιδευτικές δομές. Ανοίγοντας τη «φάμπρικα» αμιγή ελληνικά σχολεία, εξυπηρετείς πολλούς: κομματικά στελέχη που ζητούν να γίνουν εκπαιδευτικοί σύμβουλοι στα προξενεία, άλλα που θέλουν να είναι συντονιστές, ημέτερους εκπαιδευτικούς που για μια πενταετία επιθυμούν να αποταμιεύσουν τον μισθό τους στην Ελλάδα, αφού ζουν με το πρόσθετο επιμίσθιο που κερδίζουν στη Γερμανία, ημέτερους αλλά αδρά αμειβόμενους νομομαθείς που εξετάζουν διαρκώς και αδιαλείπτως τα συμβόλαια των ελληνικών σχολείων με τις γερμανικές αρχές, μελετητές και μεσίτες κτιρίων, και πλήθος άλλων παρατρεχάμενων που μπαίνουν στην εξίσωση «λειτουργία αμιγών ελληνικών σχολείων στη Γερμανία».
Η ελληνική πολιτική τάξη αποδεικνύεται πολύ ανθεκτική σε ό,τι αφορά τις παλιές καλές πρακτικές της. Τις θεωρεί μέρος της στρατηγικής για την αυτοσυντήρησή της. Έχουν, όμως, την ίδια άποψη και οι 60.000 πτυχιούχοι εκπαιδευτικοί που περιμένουν το τίποτε – και μαζί με αυτούς οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι νέοι – που δεν χωράνε πλέον σε τέτοιες «εξισώσεις»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου