Κώστα Βαξεβάνη
Αν πιστέψουμε το γκάλοπ που δημοσίευσε πρόσφατα η εφημερίδα Το Βήμα, το 60% των Ελλήνων είναι υπέρ των απολύσεων στο δημόσιο. Το πρώτο θέμα που τίθεται είναι το ίδιο που τίθεται για κάθε δημοσκόπηση. Με ποιον τρόπο, δηλαδή, διατυπώνεται ένα ερώτημα ώστε να προκύψουν επιθυμητά αποτελέσματα. Γιατί να γίνει κάτι τέτοιο, είναι το επόμενο ερώτημα. Η απάντηση έχει δοθεί στην ολιγόχρονη ιστορία των δημοσκοπήσεων: Αν εμφανιστεί μια θέση ως άποψη της κοινωνίας, μπορεί στ’ αλήθεια να γίνει άποψη της κοινωνίας. Το φημολογούμενο ως αποτέλεσμα μπορεί να γίνει αποτέλεσμα.
Η φήμη, για παράδειγμα, πως χιλιάδες άνθρωποι συρρέουν στο Σύνταγμα για να δουν κάτι πρωτοφανές που συμβαίνει είναι πιθανόν να οδηγήσει χιλιάδες στο Σύνταγμα να αναζητήσουν το πρωτοφανές που δεν υπάρχει και που δεν συμβαίνει. Στην εποχή της μιντιακής δημοκρατίας, η πληροφορία και κατ’ επέκταση το γκάλοπ μπορεί να μην είναι καταγραφή, αλλά επιθυμία. Όσο για το επιχείρημα πως οι εταιρίες δημοσκοπήσεων ελέγχονται για την ακρίβειά τους, αποδείχτηκε τραγικά αδύναμο όσες φορές χρειάστηκε να συγκριθεί άμεσα η πραγματικότητα με τη δημοσκόπηση, όπως σε εκλογές. Δεν αμφισβητώ τα επιστημονικά εργαλεία και τις απεικονίσεις μιας δημοσκόπησης, αλλά αμφισβητώ τις προθέσεις κάποιων από αυτούς που τις κάνουν.
Η δημοσκόπηση που εμφανίζει την ελληνική κοινωνία να ανακουφίζεται με τις απολύσεις στο δημόσιο δημιουργεί στη συνέχεια ένα κλίμα, το οποίο πολιτικά κάποια στιγμή θα εκφραστεί με ένα ενδεχομένως προεκλογικό δίλημμα. Για παράδειγμα: «Θέλετε να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο για να τελειώνουμε με τους τεμπέληδες; Αν ναι, δώστε μου την εντολή να το κάνω μετά τις εκλογές». Δηλαδή ο λαγός των δημοσκοπήσεων τρέχει μέσα στο δάσος των απόψεων στην ελληνική κοινωνία, δείχνοντας πού πρέπει να πέσουν οι πυροβολισμοί.
Ανεξάρτητα από τα ποσοστά (αληθινά ή όχι) που καταγράφει η δημοσκόπηση, υπάρχει μια πραγματικότητα. Τμήμα της κοινής γνώμης πιστεύει πως απαιτείται να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι. Θεωρούνται συλλήβδην οι φορείς του παρασιτισμού και της τεμπελιάς. Παιδιά του πελατειακού κράτους και της κομματικής φαιδρότητας. Καταρχάς, αν η φαιδρότητα, το ρουσφέτι και η αναξιοκρατία ήταν στο στόχαστρο των κυβερνώντων, θα είχαν αυτοπυροβοληθεί. Οι ίδιοι τα δημιούργησαν, τα συντήρησαν και τα χρησιμοποίησαν. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι ανέντιμοι και αναξιόπιστοι δεν μπορούν να γίνουν αυτόματα το αντίθετο.
Η αναδιάρθρωση, ο εκσυγχρονισμός, το νοικοκύρεμα, ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, του ελληνικού δημοσίου είναι μια αναγκαιότητα την οποία δεν μπορούν να καλύψουν οι κυβερνώντες. Όχι μόνο γιατί, όπως αποκαλύπτεται κάθε μέρα, ζουν και λειτουργούν με το ρουσφέτι, αλλά γιατί δεν θέλουν καμία καλή λειτουργία του δημοσίου. Θέλουν το δημόσιο να υπολειτουργεί για να ευνοούνται τα συμφέροντα που τους εκλέγουν. Ιδιωτικά νοσοκομεία, σχολεία, τηλεφωνία, ενέργεια, ό,τι και αν είναι αυτό που αναπτύσσεται στον αντίποδα του κοινωνικού κράτους. Αυτό που εμφανίζεται ως ορθολογισμός είναι ένας ορθολογιστικός κανιβαλισμός. Η βάση της λογικής του είναι πως, αφού την κρίση την πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας με απολύσεις, πρέπει να την πληρώσει με απολύσεις και ο δημόσιος. Αυτή η δικαιοσύνη της αγριότητας, η ισοτιμία της εξαθλίωσης, πρέπει να φυτρώσει στην κοινωνία για να κάνουν ό,τι θέλουν να κάνουν. Αυτοί που κάποτε φύλαγαν κατουρημένες ποδιές για μια θέση στο δημόσιο ανακάλυψαν την ανάγκη της δολοφονικής ισοτιμίας, που σκοτώνει ανθρώπους.
Με βάση την επέκταση της λογικής του ορθολογικού κανιβαλισμού, αν σε μια τράπεζα γίνει ληστεία με θύματα, πρέπει να γίνει ληστεία με θύματα και σε άλλες τράπεζες, για να επέλθει μια κάποιου είδους ισότητα. Αρνούνται να απαντήσουν πού περισσεύουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, σε ποιες υπηρεσίες και γιατί, ώστε να γίνουν οι απολύσεις. Απλώς θέλουν να τρέξει από παντού αίμα. Αυτός ο κανιβαλισμός απευθύνεται στο ένστικτο και χρησιμοποιεί ως δικαιοσύνη τη συλλογική τιμωρία. Χρησιμοποιεί την πίκρα του αδικημένου όχι για να τον στρέψει στην ανατροπή της αδικίας, αλλά στο να απαιτήσει την αδικία απέναντι και στους άλλους. Στην εξίσωση της εξαθλίωσης. Και όταν θα ψοφήσει και η κατσίκα του γείτονα, η Ελλάδα θα είναι ένα νεκροταφείο, με την ισότητα που έχουν συνήθως τα νεκροταφεία.
Έτσι διαμορφώνονται τα «χρήσιμα» διλήμματα: «Προτιμάς να απολυθεί ο φύλακας του σχολείου ή ο καθηγητής; Ο νοσοκόμος ή ο γιατρός; Εσύ ή ο διπλανός σου;» Βέβαια εκεί ο καθένας μπορεί να απαντήσει και εκτός διλημμάτων. «Θέλω να απολυθεί ο απατεώνας που με κυβερνά!»
Αν πιστέψουμε το γκάλοπ που δημοσίευσε πρόσφατα η εφημερίδα Το Βήμα, το 60% των Ελλήνων είναι υπέρ των απολύσεων στο δημόσιο. Το πρώτο θέμα που τίθεται είναι το ίδιο που τίθεται για κάθε δημοσκόπηση. Με ποιον τρόπο, δηλαδή, διατυπώνεται ένα ερώτημα ώστε να προκύψουν επιθυμητά αποτελέσματα. Γιατί να γίνει κάτι τέτοιο, είναι το επόμενο ερώτημα. Η απάντηση έχει δοθεί στην ολιγόχρονη ιστορία των δημοσκοπήσεων: Αν εμφανιστεί μια θέση ως άποψη της κοινωνίας, μπορεί στ’ αλήθεια να γίνει άποψη της κοινωνίας. Το φημολογούμενο ως αποτέλεσμα μπορεί να γίνει αποτέλεσμα.
Η φήμη, για παράδειγμα, πως χιλιάδες άνθρωποι συρρέουν στο Σύνταγμα για να δουν κάτι πρωτοφανές που συμβαίνει είναι πιθανόν να οδηγήσει χιλιάδες στο Σύνταγμα να αναζητήσουν το πρωτοφανές που δεν υπάρχει και που δεν συμβαίνει. Στην εποχή της μιντιακής δημοκρατίας, η πληροφορία και κατ’ επέκταση το γκάλοπ μπορεί να μην είναι καταγραφή, αλλά επιθυμία. Όσο για το επιχείρημα πως οι εταιρίες δημοσκοπήσεων ελέγχονται για την ακρίβειά τους, αποδείχτηκε τραγικά αδύναμο όσες φορές χρειάστηκε να συγκριθεί άμεσα η πραγματικότητα με τη δημοσκόπηση, όπως σε εκλογές. Δεν αμφισβητώ τα επιστημονικά εργαλεία και τις απεικονίσεις μιας δημοσκόπησης, αλλά αμφισβητώ τις προθέσεις κάποιων από αυτούς που τις κάνουν.
Η δημοσκόπηση που εμφανίζει την ελληνική κοινωνία να ανακουφίζεται με τις απολύσεις στο δημόσιο δημιουργεί στη συνέχεια ένα κλίμα, το οποίο πολιτικά κάποια στιγμή θα εκφραστεί με ένα ενδεχομένως προεκλογικό δίλημμα. Για παράδειγμα: «Θέλετε να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο για να τελειώνουμε με τους τεμπέληδες; Αν ναι, δώστε μου την εντολή να το κάνω μετά τις εκλογές». Δηλαδή ο λαγός των δημοσκοπήσεων τρέχει μέσα στο δάσος των απόψεων στην ελληνική κοινωνία, δείχνοντας πού πρέπει να πέσουν οι πυροβολισμοί.
Ανεξάρτητα από τα ποσοστά (αληθινά ή όχι) που καταγράφει η δημοσκόπηση, υπάρχει μια πραγματικότητα. Τμήμα της κοινής γνώμης πιστεύει πως απαιτείται να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι. Θεωρούνται συλλήβδην οι φορείς του παρασιτισμού και της τεμπελιάς. Παιδιά του πελατειακού κράτους και της κομματικής φαιδρότητας. Καταρχάς, αν η φαιδρότητα, το ρουσφέτι και η αναξιοκρατία ήταν στο στόχαστρο των κυβερνώντων, θα είχαν αυτοπυροβοληθεί. Οι ίδιοι τα δημιούργησαν, τα συντήρησαν και τα χρησιμοποίησαν. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι ανέντιμοι και αναξιόπιστοι δεν μπορούν να γίνουν αυτόματα το αντίθετο.
Η αναδιάρθρωση, ο εκσυγχρονισμός, το νοικοκύρεμα, ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, του ελληνικού δημοσίου είναι μια αναγκαιότητα την οποία δεν μπορούν να καλύψουν οι κυβερνώντες. Όχι μόνο γιατί, όπως αποκαλύπτεται κάθε μέρα, ζουν και λειτουργούν με το ρουσφέτι, αλλά γιατί δεν θέλουν καμία καλή λειτουργία του δημοσίου. Θέλουν το δημόσιο να υπολειτουργεί για να ευνοούνται τα συμφέροντα που τους εκλέγουν. Ιδιωτικά νοσοκομεία, σχολεία, τηλεφωνία, ενέργεια, ό,τι και αν είναι αυτό που αναπτύσσεται στον αντίποδα του κοινωνικού κράτους. Αυτό που εμφανίζεται ως ορθολογισμός είναι ένας ορθολογιστικός κανιβαλισμός. Η βάση της λογικής του είναι πως, αφού την κρίση την πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας με απολύσεις, πρέπει να την πληρώσει με απολύσεις και ο δημόσιος. Αυτή η δικαιοσύνη της αγριότητας, η ισοτιμία της εξαθλίωσης, πρέπει να φυτρώσει στην κοινωνία για να κάνουν ό,τι θέλουν να κάνουν. Αυτοί που κάποτε φύλαγαν κατουρημένες ποδιές για μια θέση στο δημόσιο ανακάλυψαν την ανάγκη της δολοφονικής ισοτιμίας, που σκοτώνει ανθρώπους.
Με βάση την επέκταση της λογικής του ορθολογικού κανιβαλισμού, αν σε μια τράπεζα γίνει ληστεία με θύματα, πρέπει να γίνει ληστεία με θύματα και σε άλλες τράπεζες, για να επέλθει μια κάποιου είδους ισότητα. Αρνούνται να απαντήσουν πού περισσεύουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, σε ποιες υπηρεσίες και γιατί, ώστε να γίνουν οι απολύσεις. Απλώς θέλουν να τρέξει από παντού αίμα. Αυτός ο κανιβαλισμός απευθύνεται στο ένστικτο και χρησιμοποιεί ως δικαιοσύνη τη συλλογική τιμωρία. Χρησιμοποιεί την πίκρα του αδικημένου όχι για να τον στρέψει στην ανατροπή της αδικίας, αλλά στο να απαιτήσει την αδικία απέναντι και στους άλλους. Στην εξίσωση της εξαθλίωσης. Και όταν θα ψοφήσει και η κατσίκα του γείτονα, η Ελλάδα θα είναι ένα νεκροταφείο, με την ισότητα που έχουν συνήθως τα νεκροταφεία.
Έτσι διαμορφώνονται τα «χρήσιμα» διλήμματα: «Προτιμάς να απολυθεί ο φύλακας του σχολείου ή ο καθηγητής; Ο νοσοκόμος ή ο γιατρός; Εσύ ή ο διπλανός σου;» Βέβαια εκεί ο καθένας μπορεί να απαντήσει και εκτός διλημμάτων. «Θέλω να απολυθεί ο απατεώνας που με κυβερνά!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου