Του Κώστα Ιορδανίδη
Η λαίλαπα του Εμφυλίου είχε περάσει με νίκη των εθνικών δυνάμεων. Αλλά ο φόβος δεν εξέλιπε. Το ενδεχόμενο του «τρίτου γύρου» -υπαρκτό ή όχι, αδιάφορο- συνέθλιβε την κοινωνία. Η αγωνία διατυπωνόταν στον μονόλογο του πολλά ζήσαντος και παθόντος πατέρα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’50: «Μην έρθουν οι κομμουνιστές και μας πάρουν το σπίτι» ή τα σπίτια, ανάλογα με τη θέση που κατείχε ο ιδιοκτήτης ακινήτων στην κοινωνική κλίμακα της εποχής εκείνης.
Τα «σπίτια» δεν χάθηκαν, τελικώς. Το καθεστώς εδραιώθηκε και επιβίωσε. Πρόκοψαν και οι κομμουνιστές. Αποκλεισμένοι από τον δημόσιο τομέα και από τη δυνατότητα μεταναστεύσεως στην Ευρώπη, διότι απαιτείτο «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» για να γίνουν δεκτοί στις χώρες της Δύσεως, προσχώρησαν στην τάξη των «αυτοαπασχολουμένων» και μικροεπιχειρηματιών. Κάποιοι από τους μεγιστάνες της χώρας διαθέτουν άμεμπτες «προοδευτικές» περγαμηνές.
Σήμερα τα «σπίτια» δεν απειλούνται από τους «συμμορίτες» ή όποιον άλλον προσδιορισμό εφηύρε η αμυνόμενη αστική τάξη για να χαρακτηρίσει τους συντελεστές της κομμουνιστικής ανταρσίας. Η «απειλή» στα ακίνητα προέρχεται πλέον σήμερα από τους «δικούς μας» - την υπερφορολόγηση που επιβάλλει το ούτως ειπείν αστικό κράτος και από τις τράπεζες που με ευκολία άπειρη προσέφεραν στεγαστικά δάνεια.
Θα πει κανείς ότι υπάρχει και η προσωπική ευθύνη του πολίτη. Βεβαίως και υπάρχει. Αλλά όταν κυβερνήσεις και τραπεζίτες προεξοφλούσαν αέναη ανάπτυξη, όταν ο κάθε Έλληνας βομβαρδιζόταν καθημερινώς για να συνάψει πάσης φύσεως δάνεια, θα ήταν παράλογο να αναμένει κάποιος μια διαφορετική συμπεριφορά της κοινωνίας. Ο πολίτης δεν γεννιέται σώφρων, ασκείται στην εγκράτεια από την πολιτεία.
Σωρεία επιχειρημάτων εξηγεί τους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητη η προσαρμογή. Καμία αντίρρηση. Μόνον που δεν υπάρχει κοινωνία συγκροτούμενη από οικονομολόγους και επιπλέον δεν υπάρχει μία και μόνον θεώρηση και ερμηνεία των οικονομικών θεμάτων.
Το μείζον πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι οι σταθερές που διαμόρφωναν την οικονομική αντίληψη σε αυτή τη χώρα επί αιώνες καταρρέουν. Ο συνετός πολίτης εργαζόταν και τοποθετούσε τις αποταμιεύσεις του σε ακίνητα. Είχε ζήσει ή είχε ακούσει για την απαξία του χρήματος και απαιτήθηκε τεράστια και συστηματική προσπάθεια για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, να καταπολεμηθεί ο αποθησαυρισμός.
Σήμερα πλέον εξέλιπαν οι σταθερές αυτές, όχι μόνον για όποιον ανεύθυνα διαχειριζόταν τα οικονομικά του, αλλά και για τον σώφρονα που επένδυε στα ακίνητα και στα κρατικά ομόλογα. Περιττεύει κάθε αναφορά στην ανεργία, που απειλεί την κοινωνική σταθερότητα. Αιωρούμενοι στο χάος κάποιοι στρέφονται προς τη Χρυσή Αυγή. Άλλοι προς την Αριστερά, στον ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα πως θα διασώσουν ό,τι απειλούσαν να κατάσχουν πριν από εβδομήντα χρόνια οι κομμουνιστές. Εάν αυτό δεν είναι ανατροπή...
Η λαίλαπα του Εμφυλίου είχε περάσει με νίκη των εθνικών δυνάμεων. Αλλά ο φόβος δεν εξέλιπε. Το ενδεχόμενο του «τρίτου γύρου» -υπαρκτό ή όχι, αδιάφορο- συνέθλιβε την κοινωνία. Η αγωνία διατυπωνόταν στον μονόλογο του πολλά ζήσαντος και παθόντος πατέρα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’50: «Μην έρθουν οι κομμουνιστές και μας πάρουν το σπίτι» ή τα σπίτια, ανάλογα με τη θέση που κατείχε ο ιδιοκτήτης ακινήτων στην κοινωνική κλίμακα της εποχής εκείνης.
Τα «σπίτια» δεν χάθηκαν, τελικώς. Το καθεστώς εδραιώθηκε και επιβίωσε. Πρόκοψαν και οι κομμουνιστές. Αποκλεισμένοι από τον δημόσιο τομέα και από τη δυνατότητα μεταναστεύσεως στην Ευρώπη, διότι απαιτείτο «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» για να γίνουν δεκτοί στις χώρες της Δύσεως, προσχώρησαν στην τάξη των «αυτοαπασχολουμένων» και μικροεπιχειρηματιών. Κάποιοι από τους μεγιστάνες της χώρας διαθέτουν άμεμπτες «προοδευτικές» περγαμηνές.
Σήμερα τα «σπίτια» δεν απειλούνται από τους «συμμορίτες» ή όποιον άλλον προσδιορισμό εφηύρε η αμυνόμενη αστική τάξη για να χαρακτηρίσει τους συντελεστές της κομμουνιστικής ανταρσίας. Η «απειλή» στα ακίνητα προέρχεται πλέον σήμερα από τους «δικούς μας» - την υπερφορολόγηση που επιβάλλει το ούτως ειπείν αστικό κράτος και από τις τράπεζες που με ευκολία άπειρη προσέφεραν στεγαστικά δάνεια.
Θα πει κανείς ότι υπάρχει και η προσωπική ευθύνη του πολίτη. Βεβαίως και υπάρχει. Αλλά όταν κυβερνήσεις και τραπεζίτες προεξοφλούσαν αέναη ανάπτυξη, όταν ο κάθε Έλληνας βομβαρδιζόταν καθημερινώς για να συνάψει πάσης φύσεως δάνεια, θα ήταν παράλογο να αναμένει κάποιος μια διαφορετική συμπεριφορά της κοινωνίας. Ο πολίτης δεν γεννιέται σώφρων, ασκείται στην εγκράτεια από την πολιτεία.
Σωρεία επιχειρημάτων εξηγεί τους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητη η προσαρμογή. Καμία αντίρρηση. Μόνον που δεν υπάρχει κοινωνία συγκροτούμενη από οικονομολόγους και επιπλέον δεν υπάρχει μία και μόνον θεώρηση και ερμηνεία των οικονομικών θεμάτων.
Το μείζον πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι οι σταθερές που διαμόρφωναν την οικονομική αντίληψη σε αυτή τη χώρα επί αιώνες καταρρέουν. Ο συνετός πολίτης εργαζόταν και τοποθετούσε τις αποταμιεύσεις του σε ακίνητα. Είχε ζήσει ή είχε ακούσει για την απαξία του χρήματος και απαιτήθηκε τεράστια και συστηματική προσπάθεια για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, να καταπολεμηθεί ο αποθησαυρισμός.
Σήμερα πλέον εξέλιπαν οι σταθερές αυτές, όχι μόνον για όποιον ανεύθυνα διαχειριζόταν τα οικονομικά του, αλλά και για τον σώφρονα που επένδυε στα ακίνητα και στα κρατικά ομόλογα. Περιττεύει κάθε αναφορά στην ανεργία, που απειλεί την κοινωνική σταθερότητα. Αιωρούμενοι στο χάος κάποιοι στρέφονται προς τη Χρυσή Αυγή. Άλλοι προς την Αριστερά, στον ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα πως θα διασώσουν ό,τι απειλούσαν να κατάσχουν πριν από εβδομήντα χρόνια οι κομμουνιστές. Εάν αυτό δεν είναι ανατροπή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου