Του Αλέξη Παπαχελά
Ένα σημαντικό κομμάτι των συμπολιτών μας έχει οχυρωθεί σε ένα πολιτισμικό και πολιτικό περιθώριο. Εκεί τους έσπρωξε η κρίση αλλά και ο ανεξέλεγκτος θυμός εναντίον ενός πολιτικού συστήματος που δεν τήρησε το «συμβόλαιο» που είχε για δεκαετίες μαζί τους. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους ανήκαν, ακόμη και πριν από λίγα χρόνια, στον κορμό της μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης. Μιλάμε για νοικοκυραίους, συντηρητικούς ανθρώπους, οι οποίοι είχαν οριακές απόψεις για διάφορα κοινωνικά ζητήματα, αλλά δεν ξέφευγαν ποτέ από τα όρια μιας αστικής δημοκρατίας. Ανάμεσά τους έβρισκες πάντοτε στρατιωτικούς, αστυνομικούς, δικαστικούς, αλλά και μικροεμπόρους. Η Ν.Δ. τους έχασε από πελάτες, γιατί πολλοί εξ αυτών ανέβηκαν στα «αντιμνημονιακά κεραμίδια» μαζί με το κόμμα τους, αλλά παρέμειναν εκεί μετά τη μεταστροφή του κ. Σαμαρά.
Τώρα είναι πολύ θυμωμένοι, αν όχι ποτισμένοι με μίσος για την αστική δημοκρατία, αλλά και με βαθιά προσήλωση σε διάφορες απίθανες θεωρίες συνωμοσίας. Για να είμαστε ακριβείς, οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν υποκαταστήσει το δικό τους σύστημα αξιών και συνιστούν τα μοναδικά εργαλεία ανάλυσης της κρίσης. Τα παιδιά νιώθουν μάλιστα απελευθερωμένα γιατί αντλούν την ενημέρωσή τους από ένα σκοτεινό τμήμα του Διαδικτύου, εκεί όπου αποθεώνονται οι σχετικές θεωρίες και τα πάντα εξηγούνται μέσα από διαβολικά σχήματα καταδίωξης του ελληνισμού. Ο ανεξέλεγκτος θυμός και η πλήρης βεβαιότητα πως «τώρα πια ξέρουμε πολύ καλά τι παίζεται» έχουν οδηγήσει αυτόν τον κόσμο πολύ πέραν της αντιμνημονιακής υστερίας.
Είναι σημαντικό για το μέλλον της χώρας να ξανακερδίσουμε αυτόν τον κόσμο. Είναι ανόητοι και απελπιστικά υπερόπτες εκείνοι που απλά τον σνομπάρουν και μιλούν με απαξία γι’ αυτόν. Στο κάτω κάτω ευθύνη για την πορεία του έχουν σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικοί μας. Η λουμπενοποίηση ενός τμήματος της Δεξιάς ξεκίνησε πολύ πριν από το Μνημόνιο, όταν κάποιοι αποφάσισαν ότι αντί για την Κεντροδεξιά των Ράλλη, Αβέρωφ, Τσάτσου, Κανελλόπουλου έπρεπε η Ν.Δ. να μιμηθεί το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα και να απευθυνθεί στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή των νοικοκυραίων. Ξέχασαν οι κεντροδεξιοί επίγονοι πως ένας λαός πάει μπροστά όταν του θέτεις φιλόδοξους στόχους, όχι όταν τον υπνωτίζεις με εκείνο το «η Ελλαδίτσα μας να είναι καλά» ή όταν του καλλιεργείς επίπλαστα σύνδρομα καταδίωξης.
Η λύση δεν είναι να ταυτισθεί κανείς με τα ένστικτα του μίσους ή τις ακροδεξιές θεωρίες και μεθοδεύσεις. Αν είναι να επιλέξουν αυτοί οι άνθρωποι αυτόν τον δρόμο θα ακολουθήσουν τους Ταλιμπάν, τους πραγματικούς αντισυστημικούς ευαγγελιστές. Όχι, θέλει δουλειά, συζήτηση και μεγάλη προσπάθεια να τους πείσουμε πως το μίσος δεν αποτελεί λύση για την πατρίδα και πως ο άκριτος εθνικισμός οδηγεί στην εθνική καταστροφή. Έχουμε όλοι ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια: το κράτος που ευτυχώς επιβάλλει πλέον τον νόμο και την τάξη αντί να απουσιάζει από τις γειτονιές μας, η Εκκλησία που μπορεί και «μιλάει» στην ψυχή τους, οι πολιτικοί, τα μέσα ενημέρωσης, οι τοπικές κοινωνίες, ο καθένας μας ως γείτονας ή φίλος. Δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Μέσα στον θυμό τους μας βλέπουν όλους ως κομμάτι ενός «συστήματος» ή μιας μεγάλης συνωμοσίας. Παραξενεύονται, μάλιστα, όταν αντιλαμβάνονται πως αγαπάμε αυτόν τον τόπο, πως η γαλανόλευκη στο απόμακρο εκκλησάκι σε έναν βράχο στο Αιγαίο μάς «μιλάει» όσο κανένα άλλο σύμβολο, πως κρατιόμαστε κι εμείς με νύχια και με δόντια από τα «σκοινιά της παράδοσης» τις δύσκολες αυτές μέρες. Μερικοί ισχυρίζονται πως είναι αργά για να ξανακερδίσουμε αυτόν τον κόσμο γιατί έχει μπει πολύ δηλητήριο στις φλέβες του. Ενδεχομένως να έχουν δίκιο. Πρέπει, όμως, να δώσουμε τη μάχη και να μην τον χαρίσουμε με ευκολία ή ελιτίστικη υπεροψία σε κανέναν απολύτως...
Ένα σημαντικό κομμάτι των συμπολιτών μας έχει οχυρωθεί σε ένα πολιτισμικό και πολιτικό περιθώριο. Εκεί τους έσπρωξε η κρίση αλλά και ο ανεξέλεγκτος θυμός εναντίον ενός πολιτικού συστήματος που δεν τήρησε το «συμβόλαιο» που είχε για δεκαετίες μαζί τους. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους ανήκαν, ακόμη και πριν από λίγα χρόνια, στον κορμό της μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης. Μιλάμε για νοικοκυραίους, συντηρητικούς ανθρώπους, οι οποίοι είχαν οριακές απόψεις για διάφορα κοινωνικά ζητήματα, αλλά δεν ξέφευγαν ποτέ από τα όρια μιας αστικής δημοκρατίας. Ανάμεσά τους έβρισκες πάντοτε στρατιωτικούς, αστυνομικούς, δικαστικούς, αλλά και μικροεμπόρους. Η Ν.Δ. τους έχασε από πελάτες, γιατί πολλοί εξ αυτών ανέβηκαν στα «αντιμνημονιακά κεραμίδια» μαζί με το κόμμα τους, αλλά παρέμειναν εκεί μετά τη μεταστροφή του κ. Σαμαρά.
Τώρα είναι πολύ θυμωμένοι, αν όχι ποτισμένοι με μίσος για την αστική δημοκρατία, αλλά και με βαθιά προσήλωση σε διάφορες απίθανες θεωρίες συνωμοσίας. Για να είμαστε ακριβείς, οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν υποκαταστήσει το δικό τους σύστημα αξιών και συνιστούν τα μοναδικά εργαλεία ανάλυσης της κρίσης. Τα παιδιά νιώθουν μάλιστα απελευθερωμένα γιατί αντλούν την ενημέρωσή τους από ένα σκοτεινό τμήμα του Διαδικτύου, εκεί όπου αποθεώνονται οι σχετικές θεωρίες και τα πάντα εξηγούνται μέσα από διαβολικά σχήματα καταδίωξης του ελληνισμού. Ο ανεξέλεγκτος θυμός και η πλήρης βεβαιότητα πως «τώρα πια ξέρουμε πολύ καλά τι παίζεται» έχουν οδηγήσει αυτόν τον κόσμο πολύ πέραν της αντιμνημονιακής υστερίας.
Είναι σημαντικό για το μέλλον της χώρας να ξανακερδίσουμε αυτόν τον κόσμο. Είναι ανόητοι και απελπιστικά υπερόπτες εκείνοι που απλά τον σνομπάρουν και μιλούν με απαξία γι’ αυτόν. Στο κάτω κάτω ευθύνη για την πορεία του έχουν σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικοί μας. Η λουμπενοποίηση ενός τμήματος της Δεξιάς ξεκίνησε πολύ πριν από το Μνημόνιο, όταν κάποιοι αποφάσισαν ότι αντί για την Κεντροδεξιά των Ράλλη, Αβέρωφ, Τσάτσου, Κανελλόπουλου έπρεπε η Ν.Δ. να μιμηθεί το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα και να απευθυνθεί στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή των νοικοκυραίων. Ξέχασαν οι κεντροδεξιοί επίγονοι πως ένας λαός πάει μπροστά όταν του θέτεις φιλόδοξους στόχους, όχι όταν τον υπνωτίζεις με εκείνο το «η Ελλαδίτσα μας να είναι καλά» ή όταν του καλλιεργείς επίπλαστα σύνδρομα καταδίωξης.
Η λύση δεν είναι να ταυτισθεί κανείς με τα ένστικτα του μίσους ή τις ακροδεξιές θεωρίες και μεθοδεύσεις. Αν είναι να επιλέξουν αυτοί οι άνθρωποι αυτόν τον δρόμο θα ακολουθήσουν τους Ταλιμπάν, τους πραγματικούς αντισυστημικούς ευαγγελιστές. Όχι, θέλει δουλειά, συζήτηση και μεγάλη προσπάθεια να τους πείσουμε πως το μίσος δεν αποτελεί λύση για την πατρίδα και πως ο άκριτος εθνικισμός οδηγεί στην εθνική καταστροφή. Έχουμε όλοι ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια: το κράτος που ευτυχώς επιβάλλει πλέον τον νόμο και την τάξη αντί να απουσιάζει από τις γειτονιές μας, η Εκκλησία που μπορεί και «μιλάει» στην ψυχή τους, οι πολιτικοί, τα μέσα ενημέρωσης, οι τοπικές κοινωνίες, ο καθένας μας ως γείτονας ή φίλος. Δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Μέσα στον θυμό τους μας βλέπουν όλους ως κομμάτι ενός «συστήματος» ή μιας μεγάλης συνωμοσίας. Παραξενεύονται, μάλιστα, όταν αντιλαμβάνονται πως αγαπάμε αυτόν τον τόπο, πως η γαλανόλευκη στο απόμακρο εκκλησάκι σε έναν βράχο στο Αιγαίο μάς «μιλάει» όσο κανένα άλλο σύμβολο, πως κρατιόμαστε κι εμείς με νύχια και με δόντια από τα «σκοινιά της παράδοσης» τις δύσκολες αυτές μέρες. Μερικοί ισχυρίζονται πως είναι αργά για να ξανακερδίσουμε αυτόν τον κόσμο γιατί έχει μπει πολύ δηλητήριο στις φλέβες του. Ενδεχομένως να έχουν δίκιο. Πρέπει, όμως, να δώσουμε τη μάχη και να μην τον χαρίσουμε με ευκολία ή ελιτίστικη υπεροψία σε κανέναν απολύτως...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου