Θανάσης Γκότοβος
Κάτι πολύ στραβό συμβαίνει στην κοινωνία μας, μια κοινωνία που γαλουχημένη με την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει την πραγματικότητα. Τη σημερινή και τη χθεσινή. Κάποιες φορές, μάλιστα, η άρνηση αυτή παίρνει τη μορφή βίαιων επεισοδίων εναντίον προσώπων που έχουν το σθένος να εκφράζουν δημόσια και τεκμηριωμένα τη διαφωνία τους με τις «σιδερωμένες» εκδοχές του παρόντος και του παρελθόντος. Ένα από τα πρόσωπα αυτά είναι ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με διεθνή φήμη και αναγνώριση. Δεν ξέρουμε πόσες φορές ο αγαπητός συνάδελφος έγινε στόχος φανατισμένων ανθρώπων που δεν αντέχουν να βλέπουν τους μύθους τους να καταρρέουν, ύστερα από τη βάσανο της επιστημονικής έρευνας και κριτικής. Αυτή τη φορά, όμως, η επίθεση ήταν τόσο προκλητική, που ούτε ο ίδιος – γενικά χαμηλών τόνων άνθρωπος – δεν μπόρεσε να την κρατήσει για τον εαυτό του. Το ερώτημα δεν είναι τι φαντάζονται ότι έκαναν με την πράξη τους αυτή οι «τιμωροί» της άλλης άποψης για την Ιστορία. Πολύ περισσότερο, το ερώτημα είναι ποιοι όπλισαν το χέρι των «τιμωρών», ποιοι προδρομικά προετοίμασαν την επίθεση έχοντας κατασκευάσει το στερεότυπο του Μαραντζίδη. Φοβούμαι πως είναι όλοι εκείνοι οι φρουροί της επίσημης κομμουνιστικής «αλήθειας» για τα γεγονότα της δεκαετίας του ’40 που εξοργίζονται με την εικόνα της Ιστορίας, έτσι όπως – πολύ ρεαλιστικά, ομολογουμένως – την παρουσιάζει στα κείμενά του ο Μαραντζίδης. Οι έρευνές του δημιουργούν σε πολλούς νοσταλγούς του χαμένου παραδείσου, ανασφάλεια γύρω από τις «αλήθειες» που επεκράτησαν μετά το 1974 και θεωρούνται μέχρι σήμερα ιερές. Η αποδόμηση της καθιερωμένης εκδοχής της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας ενοχλεί όχι μόνο το ΚΚΕ, αλλά κυρίως εκείνους που σκέφτονται σαν τους ιδεολόγους του ΚΚΕ της δεκαετίας του ’40. Και η απάντηση έρχεται με άσκηση φυσικής βίας, όταν η πένα αδυνατεί να παραγάγει πειστικό αντίλογο. Αυτή είναι η ουσία της φύσης της βίας που ασκήθηκε πρόσφατα στον Νίκο Μαραντζίδη. Βλέπω, όμως, να υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στην άσκηση φυσικής βίας από κάποιους σε εκείνον που ακυρώνει μια ψεύτικη εικόνα για το παρελθόν, μια εικόνα όμως που έχει τη σφραγίδα της επίσημης «εθνικής συμφιλίωσης» του 1989, και στους παραγωγούς του εμφυλιοπολεμικού λόγου εναντίον διανοητών που επιχειρούν με τα κείμενά τους να απεικονίσουν τα γεγονότα και όχι να προωθήσουν την «ιδέα». Τον λόγο αυτό μπορεί να τον παρακολουθήσει κανείς σε διάφορα, ως αριστερά αυτοπροσδιοριζόμενα, έντυπα ή πονήματα. Αντιδραστικός, φασίστας, νοσταλγός των Ταγμάτων Ασφαλείας, δωσίλογος, αναθεωρητής και άλλα παρόμοια φιλοτεχνούν στα έντυπα αυτά την εικόνα ενός επιστήμονα που δεν εννοεί να προσαρμόζει τα συμπεράσματα των ερευνών του σε μια συγκεκριμένη πολιτική ορθοδοξία, αλλά ως ερευνητής θέλει να είναι ανεξάρτητος, παρά το ότι ως πολίτης έχει τις πολιτικές του απόψεις με τις οποίες μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Η κριτική στον Μαραντζίδη – και σε άλλους που δρουν «ανορθόδοξα» στον ακαδημαϊκό χώρο – δεν είναι κριτική στο έργο του, αλλά πολεμική στο πρόσωπό του. Δεν επισημαίνονται τα επιστημονικά του σφάλματα, όπου υπάρχουν, αλλά οι υποτιθέμενες δόλιες αντεπαναστατικές και αντιδραστικές του προθέσεις. Κατακρίνεται όχι επειδή όσα έχει γράψει δεν στέκουν επιστημονικά, αλλά επειδή όσα γράφει βοηθούν τον «ταξικό εχθρό». Οι γροθιές στο κεφάλι είναι η έμπρακτη κριτική στον υποτιθέμενο ταξικό του ρόλο. Και επειδή ο Μαραντζίδης είναι (υποτίθεται) με την αντίδραση, η βία επιτρέπεται, διότι τότε είναι επαναστατική. Πρόκειται για καλή, για κόκκινη βία. Κακή βία είναι μόνον η βία που προέρχεται από τους εθνικιστές και τους ακροδεξιούς και απευθύνεται στους μετανάστες και τους αριστερούς. Για πολύ συγκεκριμένους λόγους η παρούσα κυβέρνηση έχει εστιάσει στην «κακή» βία, συντασσόμενη κατά κάποιον τρόπο με την κυρίαρχη αντίληψη ότι η «αριστερή» βία είναι κατανοητή, ίσως δικαιολογημένη, και κυρίως δεν απειλεί το κόμμα με την αφαίμαξη ψηφοφόρων. Πρόκειται για μια επιλεκτική και περιστασιακή άρνηση της βίας και όχι για θέση αρχής. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει κάτι τέτοιο. Η ίδια η Νέα Δημοκρατία με την ονομαζόμενη «εθνική συμφιλίωση» το 1989 όχι απλώς νομιμοποίησε πολιτικά, αλλά θεσμοθέτησε με νόμους και διατάγματα μια συγκεκριμένη εκδοχή της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας, την εκδοχή της «παρεξήγησης»: εμφύλιος πριν από το ’44 δεν υπήρξε, κακοί χειρισμοί και των δύο πλευρών οδήγησαν στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του ’44, η «λευκή τρομοκρατία» οδήγησε στην ανάγκη του ΚΚΕ να προστατέψει τα μέλη του και να οργανώσει ομάδες ένοπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών. Η ουσία της ένοπλης πολιτικής σύγκρουσης που είχε ξεκινήσει ήδη το 1943 με διακύβευμα την καθεστωτική ανατροπή και την εγκαθίδρυση μιας «Λαϊκής Δημοκρατίας», μια σύγκρουση που συνεχίστηκε μέχρι το 1949, δεν έπρεπε έκτοτε να συζητιέται, διότι δεν ήταν συμβατή με τη νέα ιδεολογία. Θα ήταν άλλωστε και απρέπεια απέναντι τους πολιτικούς εταίρους. Η βία της Αριστεράς από το 1943 μέχρι το 1949 «νομιμοποιήθηκε» τότε επισήμως ως αμυντική βία, στη χειρότερη περίπτωση ως «ανοησία» ή έργο κάποιων λίγων θερμοκέφαλων εξτρεμιστών. Έτσι δεν είναι μόνο το ΚΚΕ που μέχρι σήμερα θεωρεί οποιαδήποτε άλλη ανάγνωση της δεκαετίας του ’40 ως ιεροσυλία και ως κακόβουλο αντικομμουνισμό πληρωμένων εγκάθετων ιστορικών, αλλά και άλλοι πολιτικοί φορείς και πρόσωπα (κυρίως από τον ακαδημαϊκό χώρο) που χαρακτηρίζουν εκείνους που τολμούν να παρουσιάσουν μια πιο ρεαλιστική εικόνα για τα γεγονότα τα αντίστασης και του εμφυλίου «αναθεωρητικούς ρεβανσιστές» και «μισθοφόρους της Νέας Δεξιάς». Τι κάνει, λοιπόν, κανείς με τους «μισθοφόρους της Νέας Δεξιάς»; Τους βρίζει στις στήλες των εφημερίδων και περιμένει κάποιον κάποτε να τους δείρει σε μια καφετέρια στα πλαίσια ενός αυθόρμητου καταμερισμού εργασίας. Η περίπτωση της κακοποίησης του Νίκου Μαραντζίδη από προστάτες των μύθων μιας συγκεκριμένης ιστοριογραφίας δείχνει ότι η Μεταπολίτευση και οι εμμονές της δεν έχουν τελειώσει ακόμη. Μια από αυτές είναι η «κατανόηση» για την αριστερή βία. Όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και στο παρόν. Η επιλεκτική αυτή αντίληψη και αντιμετώπιση της βίας εκ μέρους της ίδιας της Πολιτείας αποτελεί κίνδυνο για την ισορροπία της κοινωνίας. Διότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι μια κυβέρνηση δείχνει ενδιαφέρον για την άσκηση βίας, μόνον όταν ο φορέας της προκαλεί εκλογικό κόστος στο κυβερνητικό κόμμα. Ή υπάρχουν κανόνες που ισχύουν για όλους ή υπάρχουν κανόνες α λα καρτ, που εφαρμόζονται επιλεκτικά, μόνο για εκείνους που μας συμφέρει να εφαρμόζονται. Αλίμονο, όμως, στην εξουσία που δεν μπορεί να πείσει ότι οι κανόνες σε μια κοινωνία είναι ενιαίοι. Η γενικευμένη αυτοδικία θα είναι κατ’ ανάγκην η επόμενη φάση. Όταν χαθεί, πλέον, η εμπιστοσύνη του πολίτη ότι η Πολιτεία συμπεριφέρεται ως έντιμος διαιτητής. Κάπου εκεί φοβούμαι ότι βρισκόμαστε σήμερα. Για την κοινωνική γαλήνη δεν αρκεί να υπάρχουν κανόνες στα χαρτιά. Χρειάζονται και άλλες προϋποθέσεις. Κάποιοι πρέπει να τις δουν.
Κάτι πολύ στραβό συμβαίνει στην κοινωνία μας, μια κοινωνία που γαλουχημένη με την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει την πραγματικότητα. Τη σημερινή και τη χθεσινή. Κάποιες φορές, μάλιστα, η άρνηση αυτή παίρνει τη μορφή βίαιων επεισοδίων εναντίον προσώπων που έχουν το σθένος να εκφράζουν δημόσια και τεκμηριωμένα τη διαφωνία τους με τις «σιδερωμένες» εκδοχές του παρόντος και του παρελθόντος. Ένα από τα πρόσωπα αυτά είναι ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με διεθνή φήμη και αναγνώριση. Δεν ξέρουμε πόσες φορές ο αγαπητός συνάδελφος έγινε στόχος φανατισμένων ανθρώπων που δεν αντέχουν να βλέπουν τους μύθους τους να καταρρέουν, ύστερα από τη βάσανο της επιστημονικής έρευνας και κριτικής. Αυτή τη φορά, όμως, η επίθεση ήταν τόσο προκλητική, που ούτε ο ίδιος – γενικά χαμηλών τόνων άνθρωπος – δεν μπόρεσε να την κρατήσει για τον εαυτό του. Το ερώτημα δεν είναι τι φαντάζονται ότι έκαναν με την πράξη τους αυτή οι «τιμωροί» της άλλης άποψης για την Ιστορία. Πολύ περισσότερο, το ερώτημα είναι ποιοι όπλισαν το χέρι των «τιμωρών», ποιοι προδρομικά προετοίμασαν την επίθεση έχοντας κατασκευάσει το στερεότυπο του Μαραντζίδη. Φοβούμαι πως είναι όλοι εκείνοι οι φρουροί της επίσημης κομμουνιστικής «αλήθειας» για τα γεγονότα της δεκαετίας του ’40 που εξοργίζονται με την εικόνα της Ιστορίας, έτσι όπως – πολύ ρεαλιστικά, ομολογουμένως – την παρουσιάζει στα κείμενά του ο Μαραντζίδης. Οι έρευνές του δημιουργούν σε πολλούς νοσταλγούς του χαμένου παραδείσου, ανασφάλεια γύρω από τις «αλήθειες» που επεκράτησαν μετά το 1974 και θεωρούνται μέχρι σήμερα ιερές. Η αποδόμηση της καθιερωμένης εκδοχής της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας ενοχλεί όχι μόνο το ΚΚΕ, αλλά κυρίως εκείνους που σκέφτονται σαν τους ιδεολόγους του ΚΚΕ της δεκαετίας του ’40. Και η απάντηση έρχεται με άσκηση φυσικής βίας, όταν η πένα αδυνατεί να παραγάγει πειστικό αντίλογο. Αυτή είναι η ουσία της φύσης της βίας που ασκήθηκε πρόσφατα στον Νίκο Μαραντζίδη. Βλέπω, όμως, να υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στην άσκηση φυσικής βίας από κάποιους σε εκείνον που ακυρώνει μια ψεύτικη εικόνα για το παρελθόν, μια εικόνα όμως που έχει τη σφραγίδα της επίσημης «εθνικής συμφιλίωσης» του 1989, και στους παραγωγούς του εμφυλιοπολεμικού λόγου εναντίον διανοητών που επιχειρούν με τα κείμενά τους να απεικονίσουν τα γεγονότα και όχι να προωθήσουν την «ιδέα». Τον λόγο αυτό μπορεί να τον παρακολουθήσει κανείς σε διάφορα, ως αριστερά αυτοπροσδιοριζόμενα, έντυπα ή πονήματα. Αντιδραστικός, φασίστας, νοσταλγός των Ταγμάτων Ασφαλείας, δωσίλογος, αναθεωρητής και άλλα παρόμοια φιλοτεχνούν στα έντυπα αυτά την εικόνα ενός επιστήμονα που δεν εννοεί να προσαρμόζει τα συμπεράσματα των ερευνών του σε μια συγκεκριμένη πολιτική ορθοδοξία, αλλά ως ερευνητής θέλει να είναι ανεξάρτητος, παρά το ότι ως πολίτης έχει τις πολιτικές του απόψεις με τις οποίες μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Η κριτική στον Μαραντζίδη – και σε άλλους που δρουν «ανορθόδοξα» στον ακαδημαϊκό χώρο – δεν είναι κριτική στο έργο του, αλλά πολεμική στο πρόσωπό του. Δεν επισημαίνονται τα επιστημονικά του σφάλματα, όπου υπάρχουν, αλλά οι υποτιθέμενες δόλιες αντεπαναστατικές και αντιδραστικές του προθέσεις. Κατακρίνεται όχι επειδή όσα έχει γράψει δεν στέκουν επιστημονικά, αλλά επειδή όσα γράφει βοηθούν τον «ταξικό εχθρό». Οι γροθιές στο κεφάλι είναι η έμπρακτη κριτική στον υποτιθέμενο ταξικό του ρόλο. Και επειδή ο Μαραντζίδης είναι (υποτίθεται) με την αντίδραση, η βία επιτρέπεται, διότι τότε είναι επαναστατική. Πρόκειται για καλή, για κόκκινη βία. Κακή βία είναι μόνον η βία που προέρχεται από τους εθνικιστές και τους ακροδεξιούς και απευθύνεται στους μετανάστες και τους αριστερούς. Για πολύ συγκεκριμένους λόγους η παρούσα κυβέρνηση έχει εστιάσει στην «κακή» βία, συντασσόμενη κατά κάποιον τρόπο με την κυρίαρχη αντίληψη ότι η «αριστερή» βία είναι κατανοητή, ίσως δικαιολογημένη, και κυρίως δεν απειλεί το κόμμα με την αφαίμαξη ψηφοφόρων. Πρόκειται για μια επιλεκτική και περιστασιακή άρνηση της βίας και όχι για θέση αρχής. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει κάτι τέτοιο. Η ίδια η Νέα Δημοκρατία με την ονομαζόμενη «εθνική συμφιλίωση» το 1989 όχι απλώς νομιμοποίησε πολιτικά, αλλά θεσμοθέτησε με νόμους και διατάγματα μια συγκεκριμένη εκδοχή της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας, την εκδοχή της «παρεξήγησης»: εμφύλιος πριν από το ’44 δεν υπήρξε, κακοί χειρισμοί και των δύο πλευρών οδήγησαν στα γεγονότα του Δεκεμβρίου του ’44, η «λευκή τρομοκρατία» οδήγησε στην ανάγκη του ΚΚΕ να προστατέψει τα μέλη του και να οργανώσει ομάδες ένοπλων καταδιωκόμενων αγωνιστών. Η ουσία της ένοπλης πολιτικής σύγκρουσης που είχε ξεκινήσει ήδη το 1943 με διακύβευμα την καθεστωτική ανατροπή και την εγκαθίδρυση μιας «Λαϊκής Δημοκρατίας», μια σύγκρουση που συνεχίστηκε μέχρι το 1949, δεν έπρεπε έκτοτε να συζητιέται, διότι δεν ήταν συμβατή με τη νέα ιδεολογία. Θα ήταν άλλωστε και απρέπεια απέναντι τους πολιτικούς εταίρους. Η βία της Αριστεράς από το 1943 μέχρι το 1949 «νομιμοποιήθηκε» τότε επισήμως ως αμυντική βία, στη χειρότερη περίπτωση ως «ανοησία» ή έργο κάποιων λίγων θερμοκέφαλων εξτρεμιστών. Έτσι δεν είναι μόνο το ΚΚΕ που μέχρι σήμερα θεωρεί οποιαδήποτε άλλη ανάγνωση της δεκαετίας του ’40 ως ιεροσυλία και ως κακόβουλο αντικομμουνισμό πληρωμένων εγκάθετων ιστορικών, αλλά και άλλοι πολιτικοί φορείς και πρόσωπα (κυρίως από τον ακαδημαϊκό χώρο) που χαρακτηρίζουν εκείνους που τολμούν να παρουσιάσουν μια πιο ρεαλιστική εικόνα για τα γεγονότα τα αντίστασης και του εμφυλίου «αναθεωρητικούς ρεβανσιστές» και «μισθοφόρους της Νέας Δεξιάς». Τι κάνει, λοιπόν, κανείς με τους «μισθοφόρους της Νέας Δεξιάς»; Τους βρίζει στις στήλες των εφημερίδων και περιμένει κάποιον κάποτε να τους δείρει σε μια καφετέρια στα πλαίσια ενός αυθόρμητου καταμερισμού εργασίας. Η περίπτωση της κακοποίησης του Νίκου Μαραντζίδη από προστάτες των μύθων μιας συγκεκριμένης ιστοριογραφίας δείχνει ότι η Μεταπολίτευση και οι εμμονές της δεν έχουν τελειώσει ακόμη. Μια από αυτές είναι η «κατανόηση» για την αριστερή βία. Όχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και στο παρόν. Η επιλεκτική αυτή αντίληψη και αντιμετώπιση της βίας εκ μέρους της ίδιας της Πολιτείας αποτελεί κίνδυνο για την ισορροπία της κοινωνίας. Διότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι μια κυβέρνηση δείχνει ενδιαφέρον για την άσκηση βίας, μόνον όταν ο φορέας της προκαλεί εκλογικό κόστος στο κυβερνητικό κόμμα. Ή υπάρχουν κανόνες που ισχύουν για όλους ή υπάρχουν κανόνες α λα καρτ, που εφαρμόζονται επιλεκτικά, μόνο για εκείνους που μας συμφέρει να εφαρμόζονται. Αλίμονο, όμως, στην εξουσία που δεν μπορεί να πείσει ότι οι κανόνες σε μια κοινωνία είναι ενιαίοι. Η γενικευμένη αυτοδικία θα είναι κατ’ ανάγκην η επόμενη φάση. Όταν χαθεί, πλέον, η εμπιστοσύνη του πολίτη ότι η Πολιτεία συμπεριφέρεται ως έντιμος διαιτητής. Κάπου εκεί φοβούμαι ότι βρισκόμαστε σήμερα. Για την κοινωνική γαλήνη δεν αρκεί να υπάρχουν κανόνες στα χαρτιά. Χρειάζονται και άλλες προϋποθέσεις. Κάποιοι πρέπει να τις δουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου