ΠΑΣΧΟΣ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ
Το 1961, όταν ο Τζον Φ. Κένεντι ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ δέχθηκε μια πολύτιμη παρατήρηση από τον γκουρού των κεϊνσιανών οικονομικών Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. «Θα ανακαλύψεις», του είπε, «ότι το κράτος είναι τέτοιος οργανισμός που ενώ κάνει στραβά τα μεγάλα πράγματα, κάνει στραβά και τα μικρά πράγματα».
Στην Ελλάδα το είδαμε αυτό, αλλά βλέπουμε και κάτι περισσότερο. Διαπιστώνουμε ότι το κράτος αδυνατεί να κάνει τις «νεοφιλελεύθερες» μεταρρυθμίσεις, αδυνατεί να κάνει και τις «σοσιαλιστικές». Έτσι έπειτα από επτά χρόνια ύφεσης και τέσσερα Μνημονίου, οι ελληνικές κυβερνήσεις ακόμη δεν κατόρθωσαν να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα, αλλά επίσης μόλις προχθές υπογράφτηκε η Κοινή Υπουργική Απόφαση για να έχουν φαρμακευτική περίθαλψη εκατομμύρια ανασφάλιστοι. Να σημειώσουμε εδώ ότι και τα δύο είναι προαπαιτούμενα της -κατά τα άλλα «ανάλγητης»- τρόικας, αυτά που υπογράψαμε στο μισητό Μνημόνιο.
Γιατί όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούν να πράξουν τα αυτονόητα και προς τη μία και προς την άλλη κατεύθυνση; Γιατί αδυνατούν να δώσουν και «νεοφιλελεύθερες» λύσεις και «σοσιαλιστικές», ώστε να ξεφύγουμε από την κρίση ή έστω να απαλυνθούν οι συνέπειές της; Δεν είναι θέμα πολιτικού σχεδιασμού, κι ας αλυχτά διαρκώς η Αριστερά περί της ύπαρξης «νεοφιλελευθερισμού στα πρόβατα». Δεν μπορεί να είναι νεοφιλελεύθερες οι κυβερνήσεις που με νύχια και υπουργικές αποφάσεις κρατούν κλειστά τα περισσότερα επαγγέλματα, κάνουν ατέρμονα παζάρια για το αν το φρέσκο γάλα είναι πέντε ή ένδεκα ημερών (κατέληξαν στο μεσοβέζικο οκτώ, που είναι χειρότερο και από το πέντε και από το ένδεκα), δίνει ηρωικές μάχες σε όλα τα ευρωπαϊκά όργανα για να μην απολυθεί κανείς από το Δημόσιο. Από την άλλη δεν μπορεί να είναι και σοσιαλιστικές οι κυβερνήσεις που παρά τα επτά χρόνια ύφεσης δεν επεδίωξαν το αυτονόητο της κοινωνικής πρόνοιας· να εξοικονομήσουν π.χ. λεφτά για επιδόματα ανεργίας ή την υγειονομική περίθαλψη των κατατρεγμένων.
Το πρόβλημα λοιπόν του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν συνίσταται στον νεοφιλελευθερισμό του· αν και αυξάνονται διαρκώς οι μπαϊλντισμένοι πολίτες που λένε «ας είχαμε ένα εθνικό σχέδιο κι ας ήταν και νεοφιλελεύθερο». Το πρόβλημά του δεν είναι καν ο σοσιαλισμός του. Το πρόβλημά του είναι ο συντεχνιασμός. Όλες οι πολιτικές αναφορές των υπαρχόντων κομμάτων -μη εξαιρουμένων των αριστερών- είναι το πελατειακό σύστημα που απαρτίζεται από ισχυρές συντεχνίες, είτε αυτές αφορούν επαγγελματικές ομάδες είτε συνδικάτα του Δημοσίου. Μ’ αυτούς πορεύονται κι αυτούς βολεύουν.
Ο κ. Χρυσάφης Ιορδάνογλου έχει περιγράψει το φαινόμενο σ’ ένα μικρό, εύληπτο και πυκνό βιβλίο («Κράτος και ομάδες συμφερόντων», εκδ. Πόλις): «Η συνθετότητα της πολιτικής διαδικασίας προσφέρει σημαντική αφανή επιρροή στους εκπροσώπους των ομάδων συμφερόντων. Η επιρροή αυτή είναι συχνά τόσο μεγάλη που όπως ορθά έχει ειπωθεί (Μαυρογορδάτος 2005) “τα κόμματα γίνονται τελικά δέσμια των ιδιαίτερων συμφερόντων που υπηρετούν τα στελέχη τους σε κάθε χώρο”». Και συντηρητικά θα προσθέταμε εμείς, αφού δεν τολμούν να προβούν σε καμιά ρήξη, αφήνοντας τον λογαριασμό στους πιο αδύναμους της κοινωνίας που δεν εκπροσωπούνται ούτε από τον κ. Νίκο Φωτόπουλο της ΔΕΗ ούτε από τον κ. Θύμιο Λυμπερόπουλο των ταξί.
Το 1961, όταν ο Τζον Φ. Κένεντι ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ δέχθηκε μια πολύτιμη παρατήρηση από τον γκουρού των κεϊνσιανών οικονομικών Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. «Θα ανακαλύψεις», του είπε, «ότι το κράτος είναι τέτοιος οργανισμός που ενώ κάνει στραβά τα μεγάλα πράγματα, κάνει στραβά και τα μικρά πράγματα».
Στην Ελλάδα το είδαμε αυτό, αλλά βλέπουμε και κάτι περισσότερο. Διαπιστώνουμε ότι το κράτος αδυνατεί να κάνει τις «νεοφιλελεύθερες» μεταρρυθμίσεις, αδυνατεί να κάνει και τις «σοσιαλιστικές». Έτσι έπειτα από επτά χρόνια ύφεσης και τέσσερα Μνημονίου, οι ελληνικές κυβερνήσεις ακόμη δεν κατόρθωσαν να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα, αλλά επίσης μόλις προχθές υπογράφτηκε η Κοινή Υπουργική Απόφαση για να έχουν φαρμακευτική περίθαλψη εκατομμύρια ανασφάλιστοι. Να σημειώσουμε εδώ ότι και τα δύο είναι προαπαιτούμενα της -κατά τα άλλα «ανάλγητης»- τρόικας, αυτά που υπογράψαμε στο μισητό Μνημόνιο.
Γιατί όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούν να πράξουν τα αυτονόητα και προς τη μία και προς την άλλη κατεύθυνση; Γιατί αδυνατούν να δώσουν και «νεοφιλελεύθερες» λύσεις και «σοσιαλιστικές», ώστε να ξεφύγουμε από την κρίση ή έστω να απαλυνθούν οι συνέπειές της; Δεν είναι θέμα πολιτικού σχεδιασμού, κι ας αλυχτά διαρκώς η Αριστερά περί της ύπαρξης «νεοφιλελευθερισμού στα πρόβατα». Δεν μπορεί να είναι νεοφιλελεύθερες οι κυβερνήσεις που με νύχια και υπουργικές αποφάσεις κρατούν κλειστά τα περισσότερα επαγγέλματα, κάνουν ατέρμονα παζάρια για το αν το φρέσκο γάλα είναι πέντε ή ένδεκα ημερών (κατέληξαν στο μεσοβέζικο οκτώ, που είναι χειρότερο και από το πέντε και από το ένδεκα), δίνει ηρωικές μάχες σε όλα τα ευρωπαϊκά όργανα για να μην απολυθεί κανείς από το Δημόσιο. Από την άλλη δεν μπορεί να είναι και σοσιαλιστικές οι κυβερνήσεις που παρά τα επτά χρόνια ύφεσης δεν επεδίωξαν το αυτονόητο της κοινωνικής πρόνοιας· να εξοικονομήσουν π.χ. λεφτά για επιδόματα ανεργίας ή την υγειονομική περίθαλψη των κατατρεγμένων.
Το πρόβλημα λοιπόν του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν συνίσταται στον νεοφιλελευθερισμό του· αν και αυξάνονται διαρκώς οι μπαϊλντισμένοι πολίτες που λένε «ας είχαμε ένα εθνικό σχέδιο κι ας ήταν και νεοφιλελεύθερο». Το πρόβλημά του δεν είναι καν ο σοσιαλισμός του. Το πρόβλημά του είναι ο συντεχνιασμός. Όλες οι πολιτικές αναφορές των υπαρχόντων κομμάτων -μη εξαιρουμένων των αριστερών- είναι το πελατειακό σύστημα που απαρτίζεται από ισχυρές συντεχνίες, είτε αυτές αφορούν επαγγελματικές ομάδες είτε συνδικάτα του Δημοσίου. Μ’ αυτούς πορεύονται κι αυτούς βολεύουν.
Ο κ. Χρυσάφης Ιορδάνογλου έχει περιγράψει το φαινόμενο σ’ ένα μικρό, εύληπτο και πυκνό βιβλίο («Κράτος και ομάδες συμφερόντων», εκδ. Πόλις): «Η συνθετότητα της πολιτικής διαδικασίας προσφέρει σημαντική αφανή επιρροή στους εκπροσώπους των ομάδων συμφερόντων. Η επιρροή αυτή είναι συχνά τόσο μεγάλη που όπως ορθά έχει ειπωθεί (Μαυρογορδάτος 2005) “τα κόμματα γίνονται τελικά δέσμια των ιδιαίτερων συμφερόντων που υπηρετούν τα στελέχη τους σε κάθε χώρο”». Και συντηρητικά θα προσθέταμε εμείς, αφού δεν τολμούν να προβούν σε καμιά ρήξη, αφήνοντας τον λογαριασμό στους πιο αδύναμους της κοινωνίας που δεν εκπροσωπούνται ούτε από τον κ. Νίκο Φωτόπουλο της ΔΕΗ ούτε από τον κ. Θύμιο Λυμπερόπουλο των ταξί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου