Γράφει: Τάσος Φούντογλου
Τελικά, είμαστε περίεργος λαός.
Κρατάμε το δαιμόνιο της φυλής μονάχα για τις επιτυχίες και τις
αποθεώσεις μας και, όταν έρχονται τα δύσκολα, τρέχουμε πανικόβλητοι
στους κακούς μας δαίμονες για να μας νουθετήσουν και να μας δείξουνε το
δρόμο.
«Θα σας κρεμάσουμε», φωνάζουν τα κοινοβουλευτικά μας σούργελα και από κοντά και οι ανεύθυνοι πολίτες. Να αποθεώσουνε την παρακμή, να επιβραβεύσουνε την υστερία και να επιβεβαιώσουνε -για πολλοστή φορά- το θεμελιώδες αξίωμα της στρατηγικής πως η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.
Όταν δεν κατέχεις την απαραίτητη γνώση και οι πολιτικές σου ικανότητες φτάνουν μέχρι τα γουναράδικα του Άρη , άντε και τα τσιπουράδικα της τοπικής σου πελατείας, τότε ο καλύτερος τρόπος για να αμυνθείς απέναντι στα επιχειρήματα της άλλης πλευράς είναι η επίθεση του χύδην λόγου και του άρτζι μπούρτζι και λουλά.
Η συνταγή γνωστή. Δεν παίρνουμε θέση ποτέ πάνω στα νούμερα και τις βασικές έννοιες της Οικονομικής Επιστήμης (ισοζύγιο πληρωμών, δημοσιονομικά ελλείμματα, διαρθρωτική ανεργία, ελλείμματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας κ.α), καθυβρίζουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ το μισητό Μνημόνιο και ό,τι άλλο ευχαριστεί τα αυτάκια του μέσου αγανακτισμένου πολίτη (μετανάστες, φορολογικό κ.α ), επικαλούμαστε πάντα τους ευσυνείδητους και εργατικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, αποσιωπώντας επιμελώς τη λέρα που κρύβεται χρόνια τώρα από πίσω τους και δημιουργούμε υψηλές προσδοκίες στο μικρό μας στρουμφοχωριό πως η επόμενη επίθεση του λαομίσητου «Δρακουμέλ» θα αποκρουστεί με ένα ακόμα μαγικό ξόρκι του λαοφιλούς «Μπαμπαστρούμφ».
Και όλα αυτά ενδεδυμένα με τις γνωστές φράσεις -κλισέ του αντιμνημονιακού λεξιλογίου. Γκαουλάιτερ, δωσίλογοι, κατοχικές κυβερνήσεις, τοκογλύφοι και γκιλοτίνες.
Λέξεις ανεπίγνωστες, κραυγές φτηνών θεατρίνων που επιχειρούν να εντυπωσιάσουν το κοινό με ακροβατικούς συλλογισμούς και ασυλλόγιστες ακροβασίες. Και όμως. Δεν με φοβίζουν οι συγκεκριμένοι α-νόητοι. «Μήτε βαθείς στις σκέψεις ήτανε ποτέ τους, μήτε τίποτα. Τυχαίοι και αστείοι άνθρωποι που μιλάνε με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά» και υποστηρίζονται από ομόγλωσσούς τους.
Δεινοπαθείς για λίγο, βλέποντας τις ζοχάδες του πισινού τους να κυματίζουν πλησίστιες στα πρόσωπά τους, αλλά συνηθίζεις γρήγορα στη θλιβερή τους παρουσία. Να ναι καλά αυτή η λυτρωτική προσαρμογή του υποδοχέα.
Με φοβίζουν, όμως, οι λέξεις των τυχαίων, που γίνονται σιγά σιγά οικείες στον Έλληνα πολίτη. Οι λέξεις που χώνονται αθόρυβα μέσα στη ψυχή του, δίχως κρότο και δίχως να κινούν την προσοχή των άλλων, και αρχίζουν μεθοδικά να ξεδιπλώνουν το καταχθόνιο των σχεδίων τους πάνω στις σκέψεις και τις γνώμες του. Συνηθίζει στην όψη της χούντας, εξοικειώνεται με την αισθητική της και σαν έρθει κάποτε η ώρα των πραγματικών δικτατορίσκων, αυτών των σημερινών ηλίθιων με το αποκρουστικό παρουσιαστικό και τον πτωχοντυμένο λόγο, δεν θα έχει πια λέξεις για να περιγράψει το δράμα του.
Χούντα είχε και χούντα θέλουνε και οι επόμενοι να του επιβάλλουν. Καμία διαφορά. Οπότε;
Με φοβίζουν οι λέξεις των αστείων, που σέρνονται σιγά σιγά στις φιλικές μας συζητήσεις και ερήμην μας δηλητηριάζουνε τις μεταξύ μας σχέσεις. Τα εμπαθή και επικίνδυνα «ΕΑΜ ΕΛΑΣ Μελιγαλάς» και οι ανιστόρητες «Χούντες που δεν τελείωσαν το ’73». Φωλιάζει ο διχασμός πάλι στις ζωές μας με υπαιτιότητα δική τους και δική μας. Μεγαλώσαμε πια, μορφωθήκαμε, αποκτήσαμε δεξιότητες και γνώσεις στα μεγάλα ιδρύματα του επιστητού, ταξιδέψαμε σε άλλους κόσμους, ανταμώσαμε αλλιώτικες σκέψεις και διαφορετικές συμπεριφορές και το «δεν ήξερα δεν άκουσα» δεν μπορεί να αποτελεί το άλλοθί μας.
Ξέρουμε πολύ καλά τι φταίει, ποιος ευθύνεται και γιατί το επιτρέψαμε. Ο καθένας ας επωμιστεί αυτό που του αναλογεί. Αλλά όχι ρε γαμώτο άλλους διχασμούς. Όχι άλλες διαιρέσεις για να κάνουνε καριέρες οι ανώνυμοι ρολίστες του διαδικτύου και οι επώνυμοι υποβολείς τους.
Ζούμε μια ακόμα χαμένη δεκαετία, σαν όλες εκείνες τις χαμένες δεκαετίες της πολιτικής μας ιστορίας που εγγράφονται μονότονα στο κακορίζικο και την κακοδαιμονία της φυλής μας και κινδυνεύουμε να δούμε το ανεξίτηλο σημάδι της να σφραγίζει και να χαρακτηρίζει και τη δική μας γενιά. Μια χαμένη γενιά. Δεν χρειάζονται υπότιτλοι για να καταλάβεις το δράμα και να συναισθανθείς το ιστορικό βάρος της πλήρους απουσίας μιας γενιάς από τη διαμόρφωση του μέλλοντός της. Μεταναστεύουμε, παραιτούμαστε, μπαίνουμε οικειοθελώς στο περιθώριο και εγκαταλείπουμε το μέλλον μας στα χέρια των καθ΄ έξιν βιαστών μας. Εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδα των λαϊκιστών και στις εμμονικές διεξόδους των φιλευρωπαϊστών βουβαθήκαμε και πάψαμε να αντιδράμε.
Παρατηρούμε αποσβολωμένοι τους άχρηστους να απολύουν τους συμμαθητές μας και να περικόπτουν τα εργασιακά τους δικαιώματα και την ίδια στιγμή να διατηρούν εν ζωή την ξεφτιλισμένη αργομισθία του υπουργού Μακεδονίας και Θράκης και του Καναλιού της Βουλής, να ενδίδουν στις πιέσεις των βλαχοδημαρχαίων για αδιαφάνεια και μαύρα ταμεία και να αδυνατούν να δώσουν τον τόνο του εκσυγχρονισμού και το παράδειγμα της εκ βάθρων αλλαγής, μέσω της μείωσης του αριθμού τους και του περιορισμού της υπαλληλίας που κινείται γύρω τους (υπάλληλοι Βουλής, έμμισθοι σύμβουλοι, διοικητικά συμβούλια κ.α).
Βλέπουμε την ανικανότητα να προσπαθεί να διαχειριστεί την κρίση μέσα από οριζόντιες πολιτικές απόλυσης των πάντων και, αντί να ζητήσουμε εδώ και τώρα να ανοίξουν δημόσια οι φάκελοι πρόσληψης των υπό κατάργηση υπαλλήλων και να μας κοινοποιηθούν οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν κατά την πρόσληψη, τα κριτήρια επιλογής και τα προσόντα των ατόμων που απορρίφθηκαν, στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στον αρχισυνδικαλιστή που απαιτεί να μην πειραχτεί κανένας και να παραμείνουν όλοι στις θέσεις τούς. Με το επιχείρημα πώς πλησιάζει και η δική μας ώρα.
Κάνουν τον φόβο επιχείρημα μήπως και τρομοκρατήσουν την κοινωνία και εξαναγκάσουν τον ευσυνείδητο υπάλληλο να συνταχθεί μαζί τους και να παλέψει και αυτός από τα ίδια μετερίζια. Υπερασπιζόμενος τι ακριβώς ρε γαμώτο;
Τη δημοκρατία της κολοβάρας και της ρεμούλας; Την ισοπολιτεία της πρόσληψης απτό παράθυρο; Την ισονομία των ημέτερων; Πόση βλακεία πια να αντέξουμε; Πόση ηλιθιότητα πρέπει να συσσωρευτεί σε αυτό το διαδίκτυο για να εκραγεί, επιτέλους, η φούσκα του εθισμού; Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς σοβαρή, θα ανεχόταν τη χούντα του Φωτόπουλου και του Μπαλασόπουλου να στρογγυλοκάθεται όλο νάζι στις πρώτες σειρές ιδρυτικών συνεδρίων; Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς συνειδητοποιημένη για το τι συμβαίνει, θα επέτρεπε στην κακομαθημένη δημοσιοϋπαλληλία να της βγάζει γλώσσα και να βάζει μια ζωή μπροστά τους ικανούς για να καλύψει τους ανίκανους; Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς αξιόγραφη, θα έκλεινε τα μάτια της μπροστά στα λαμόγια της επιχειρηματικής της τάξης, που αρνούνται πεισματικά να επενδύσουν τα κέρδη των καλών εποχών σε νέες παραγωγικές δομές;
Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς αξιοπρεπής και ευυπόληπτη, θα επέτρεπε στους εταίρους της να την ξεφτιλίζουν και να την απαξιώνουν και, την αμέσως επόμενη στιγμή, δεν θα έστελνε τις αξίες της να διαπραγματευτούν, όχι τα δανεικά όπως κραυγάζουν οι ψωριάρηδες και οι φτωχομπινέδες, αλλά τους όρους της αναπτυξιακής ανασυγκρότησης της χώρας;
Γιατί σπαταλάμε όλες μας τις δυνάμεις σε μάχες με τους ανεμόμυλους των κατ’ επάγγελμα ζητιάνων και δεν ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη μάχη της Ευρώπης, αναδεικνύοντας στα αξιώματα αυτούς που έχουν τις ικανότητες να διεκδικήσουν και να διαπραγματευτούν;
Τόσο πολύ χαλάσαμε; Τόσο πολύ ξεφτίλες γίναμε;
Πού είναι οι νεολαίες να αρθρώσουν λόγο;
Πού είναι οι παρέες των νέων ανθρώπων να διεκδικήσουν τους δήμους και τις περιφέρειες από τους αποτυχημένους καταχραστές του μέλλοντός μας;
Πού είναι τα φοιτητικά κινήματα να αποτινάξουν από πάνω τους τις κομματικές δουλείες και τις ταμπέλες της εμεσματικής κομματοκρατίας και να αναλάβουν τον ιστορικό τους ρόλο;
Χωρίς κομματικούς νταβατζήδες, χωρίς εμμονές και μαστουρωμένους λόγους, χωρίς παπαγαλάκια του τάδε και του δείνα γερμαναρά η αγγλοσάξωνα φιλοσόφου, να ανακαλύψουν νέα λεξιλόγια, να φτιάξουνε νέα οράματα και να αφυπνίσουν με τον λόγο τους και την αισθητική του νέου πανεπιστημιακού χώρου τις υγιείς κοινωνικές δυνάμεις.
Ως πότε το σκουπιδαριό, οι βρωμισμένοι τοίχοι και τα γεμάτα αποτσίγαρα πατώματα των ακαδημαϊκών μας χώρων θα αποτελούν τον κανόνα στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα; Ως πότε η συναλλαγή της κομματικής πλέμπας με τις πρυτανικές αρχές θα γίνεται ανεκτή από τους νέους και μορφωμένους ανθρώπους που στέκονται σιωπηλοί στο περιθώριο; Ως πότε η νέα γενιά θα δέχεται αδιαμαρτύρητα τον ιδεολογικό και πολιτικό της ευνουχισμό από τους ιεροκύρηκες του οπισθοδρομισμού και της συντήρησης και θα καταδέχεται να παίζει αμέριμνη ρακέτες και να επιδεικνύει τα τατού της στους απέναντι, την ίδια στιγμή που οι Παπουτσήδες επιστρέφουν και διορίζονται σε θέσεις ευθύνης;
Ως πότε θα καθόμαστε αραχτοί να πίνουμε τους ιταλικούς μας καπουτσίνους και να πληρώνουμε τα μπιτσόμπαρά μας από τα εφάπαξ και τις συντάξεις των γονιών μας; Και κυρίως. Ως πότε θα εκλέγουμε α-νόητους και ά-κριτους;
Ως πότε ο Καραγκιόζης από φιγούρα παιδικής παράστασης θα αποτελεί το κοινοβουλευτικό μας πρότυπο; Ξύπνα ρε μαλάκα. Η γενιά μας σε χρειάζεται!!!
«Θα σας κρεμάσουμε», φωνάζουν τα κοινοβουλευτικά μας σούργελα και από κοντά και οι ανεύθυνοι πολίτες. Να αποθεώσουνε την παρακμή, να επιβραβεύσουνε την υστερία και να επιβεβαιώσουνε -για πολλοστή φορά- το θεμελιώδες αξίωμα της στρατηγικής πως η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.
Όταν δεν κατέχεις την απαραίτητη γνώση και οι πολιτικές σου ικανότητες φτάνουν μέχρι τα γουναράδικα του Άρη , άντε και τα τσιπουράδικα της τοπικής σου πελατείας, τότε ο καλύτερος τρόπος για να αμυνθείς απέναντι στα επιχειρήματα της άλλης πλευράς είναι η επίθεση του χύδην λόγου και του άρτζι μπούρτζι και λουλά.
Η συνταγή γνωστή. Δεν παίρνουμε θέση ποτέ πάνω στα νούμερα και τις βασικές έννοιες της Οικονομικής Επιστήμης (ισοζύγιο πληρωμών, δημοσιονομικά ελλείμματα, διαρθρωτική ανεργία, ελλείμματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας κ.α), καθυβρίζουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ το μισητό Μνημόνιο και ό,τι άλλο ευχαριστεί τα αυτάκια του μέσου αγανακτισμένου πολίτη (μετανάστες, φορολογικό κ.α ), επικαλούμαστε πάντα τους ευσυνείδητους και εργατικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, αποσιωπώντας επιμελώς τη λέρα που κρύβεται χρόνια τώρα από πίσω τους και δημιουργούμε υψηλές προσδοκίες στο μικρό μας στρουμφοχωριό πως η επόμενη επίθεση του λαομίσητου «Δρακουμέλ» θα αποκρουστεί με ένα ακόμα μαγικό ξόρκι του λαοφιλούς «Μπαμπαστρούμφ».
Και όλα αυτά ενδεδυμένα με τις γνωστές φράσεις -κλισέ του αντιμνημονιακού λεξιλογίου. Γκαουλάιτερ, δωσίλογοι, κατοχικές κυβερνήσεις, τοκογλύφοι και γκιλοτίνες.
Λέξεις ανεπίγνωστες, κραυγές φτηνών θεατρίνων που επιχειρούν να εντυπωσιάσουν το κοινό με ακροβατικούς συλλογισμούς και ασυλλόγιστες ακροβασίες. Και όμως. Δεν με φοβίζουν οι συγκεκριμένοι α-νόητοι. «Μήτε βαθείς στις σκέψεις ήτανε ποτέ τους, μήτε τίποτα. Τυχαίοι και αστείοι άνθρωποι που μιλάνε με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά» και υποστηρίζονται από ομόγλωσσούς τους.
Δεινοπαθείς για λίγο, βλέποντας τις ζοχάδες του πισινού τους να κυματίζουν πλησίστιες στα πρόσωπά τους, αλλά συνηθίζεις γρήγορα στη θλιβερή τους παρουσία. Να ναι καλά αυτή η λυτρωτική προσαρμογή του υποδοχέα.
Με φοβίζουν, όμως, οι λέξεις των τυχαίων, που γίνονται σιγά σιγά οικείες στον Έλληνα πολίτη. Οι λέξεις που χώνονται αθόρυβα μέσα στη ψυχή του, δίχως κρότο και δίχως να κινούν την προσοχή των άλλων, και αρχίζουν μεθοδικά να ξεδιπλώνουν το καταχθόνιο των σχεδίων τους πάνω στις σκέψεις και τις γνώμες του. Συνηθίζει στην όψη της χούντας, εξοικειώνεται με την αισθητική της και σαν έρθει κάποτε η ώρα των πραγματικών δικτατορίσκων, αυτών των σημερινών ηλίθιων με το αποκρουστικό παρουσιαστικό και τον πτωχοντυμένο λόγο, δεν θα έχει πια λέξεις για να περιγράψει το δράμα του.
Χούντα είχε και χούντα θέλουνε και οι επόμενοι να του επιβάλλουν. Καμία διαφορά. Οπότε;
Με φοβίζουν οι λέξεις των αστείων, που σέρνονται σιγά σιγά στις φιλικές μας συζητήσεις και ερήμην μας δηλητηριάζουνε τις μεταξύ μας σχέσεις. Τα εμπαθή και επικίνδυνα «ΕΑΜ ΕΛΑΣ Μελιγαλάς» και οι ανιστόρητες «Χούντες που δεν τελείωσαν το ’73». Φωλιάζει ο διχασμός πάλι στις ζωές μας με υπαιτιότητα δική τους και δική μας. Μεγαλώσαμε πια, μορφωθήκαμε, αποκτήσαμε δεξιότητες και γνώσεις στα μεγάλα ιδρύματα του επιστητού, ταξιδέψαμε σε άλλους κόσμους, ανταμώσαμε αλλιώτικες σκέψεις και διαφορετικές συμπεριφορές και το «δεν ήξερα δεν άκουσα» δεν μπορεί να αποτελεί το άλλοθί μας.
Ξέρουμε πολύ καλά τι φταίει, ποιος ευθύνεται και γιατί το επιτρέψαμε. Ο καθένας ας επωμιστεί αυτό που του αναλογεί. Αλλά όχι ρε γαμώτο άλλους διχασμούς. Όχι άλλες διαιρέσεις για να κάνουνε καριέρες οι ανώνυμοι ρολίστες του διαδικτύου και οι επώνυμοι υποβολείς τους.
Ζούμε μια ακόμα χαμένη δεκαετία, σαν όλες εκείνες τις χαμένες δεκαετίες της πολιτικής μας ιστορίας που εγγράφονται μονότονα στο κακορίζικο και την κακοδαιμονία της φυλής μας και κινδυνεύουμε να δούμε το ανεξίτηλο σημάδι της να σφραγίζει και να χαρακτηρίζει και τη δική μας γενιά. Μια χαμένη γενιά. Δεν χρειάζονται υπότιτλοι για να καταλάβεις το δράμα και να συναισθανθείς το ιστορικό βάρος της πλήρους απουσίας μιας γενιάς από τη διαμόρφωση του μέλλοντός της. Μεταναστεύουμε, παραιτούμαστε, μπαίνουμε οικειοθελώς στο περιθώριο και εγκαταλείπουμε το μέλλον μας στα χέρια των καθ΄ έξιν βιαστών μας. Εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδα των λαϊκιστών και στις εμμονικές διεξόδους των φιλευρωπαϊστών βουβαθήκαμε και πάψαμε να αντιδράμε.
Παρατηρούμε αποσβολωμένοι τους άχρηστους να απολύουν τους συμμαθητές μας και να περικόπτουν τα εργασιακά τους δικαιώματα και την ίδια στιγμή να διατηρούν εν ζωή την ξεφτιλισμένη αργομισθία του υπουργού Μακεδονίας και Θράκης και του Καναλιού της Βουλής, να ενδίδουν στις πιέσεις των βλαχοδημαρχαίων για αδιαφάνεια και μαύρα ταμεία και να αδυνατούν να δώσουν τον τόνο του εκσυγχρονισμού και το παράδειγμα της εκ βάθρων αλλαγής, μέσω της μείωσης του αριθμού τους και του περιορισμού της υπαλληλίας που κινείται γύρω τους (υπάλληλοι Βουλής, έμμισθοι σύμβουλοι, διοικητικά συμβούλια κ.α).
Βλέπουμε την ανικανότητα να προσπαθεί να διαχειριστεί την κρίση μέσα από οριζόντιες πολιτικές απόλυσης των πάντων και, αντί να ζητήσουμε εδώ και τώρα να ανοίξουν δημόσια οι φάκελοι πρόσληψης των υπό κατάργηση υπαλλήλων και να μας κοινοποιηθούν οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν κατά την πρόσληψη, τα κριτήρια επιλογής και τα προσόντα των ατόμων που απορρίφθηκαν, στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στον αρχισυνδικαλιστή που απαιτεί να μην πειραχτεί κανένας και να παραμείνουν όλοι στις θέσεις τούς. Με το επιχείρημα πώς πλησιάζει και η δική μας ώρα.
Κάνουν τον φόβο επιχείρημα μήπως και τρομοκρατήσουν την κοινωνία και εξαναγκάσουν τον ευσυνείδητο υπάλληλο να συνταχθεί μαζί τους και να παλέψει και αυτός από τα ίδια μετερίζια. Υπερασπιζόμενος τι ακριβώς ρε γαμώτο;
Τη δημοκρατία της κολοβάρας και της ρεμούλας; Την ισοπολιτεία της πρόσληψης απτό παράθυρο; Την ισονομία των ημέτερων; Πόση βλακεία πια να αντέξουμε; Πόση ηλιθιότητα πρέπει να συσσωρευτεί σε αυτό το διαδίκτυο για να εκραγεί, επιτέλους, η φούσκα του εθισμού; Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς σοβαρή, θα ανεχόταν τη χούντα του Φωτόπουλου και του Μπαλασόπουλου να στρογγυλοκάθεται όλο νάζι στις πρώτες σειρές ιδρυτικών συνεδρίων; Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς συνειδητοποιημένη για το τι συμβαίνει, θα επέτρεπε στην κακομαθημένη δημοσιοϋπαλληλία να της βγάζει γλώσσα και να βάζει μια ζωή μπροστά τους ικανούς για να καλύψει τους ανίκανους; Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς αξιόγραφη, θα έκλεινε τα μάτια της μπροστά στα λαμόγια της επιχειρηματικής της τάξης, που αρνούνται πεισματικά να επενδύσουν τα κέρδη των καλών εποχών σε νέες παραγωγικές δομές;
Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς αξιοπρεπής και ευυπόληπτη, θα επέτρεπε στους εταίρους της να την ξεφτιλίζουν και να την απαξιώνουν και, την αμέσως επόμενη στιγμή, δεν θα έστελνε τις αξίες της να διαπραγματευτούν, όχι τα δανεικά όπως κραυγάζουν οι ψωριάρηδες και οι φτωχομπινέδες, αλλά τους όρους της αναπτυξιακής ανασυγκρότησης της χώρας;
Γιατί σπαταλάμε όλες μας τις δυνάμεις σε μάχες με τους ανεμόμυλους των κατ’ επάγγελμα ζητιάνων και δεν ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη μάχη της Ευρώπης, αναδεικνύοντας στα αξιώματα αυτούς που έχουν τις ικανότητες να διεκδικήσουν και να διαπραγματευτούν;
Τόσο πολύ χαλάσαμε; Τόσο πολύ ξεφτίλες γίναμε;
Πού είναι οι νεολαίες να αρθρώσουν λόγο;
Πού είναι οι παρέες των νέων ανθρώπων να διεκδικήσουν τους δήμους και τις περιφέρειες από τους αποτυχημένους καταχραστές του μέλλοντός μας;
Πού είναι τα φοιτητικά κινήματα να αποτινάξουν από πάνω τους τις κομματικές δουλείες και τις ταμπέλες της εμεσματικής κομματοκρατίας και να αναλάβουν τον ιστορικό τους ρόλο;
Χωρίς κομματικούς νταβατζήδες, χωρίς εμμονές και μαστουρωμένους λόγους, χωρίς παπαγαλάκια του τάδε και του δείνα γερμαναρά η αγγλοσάξωνα φιλοσόφου, να ανακαλύψουν νέα λεξιλόγια, να φτιάξουνε νέα οράματα και να αφυπνίσουν με τον λόγο τους και την αισθητική του νέου πανεπιστημιακού χώρου τις υγιείς κοινωνικές δυνάμεις.
Ως πότε το σκουπιδαριό, οι βρωμισμένοι τοίχοι και τα γεμάτα αποτσίγαρα πατώματα των ακαδημαϊκών μας χώρων θα αποτελούν τον κανόνα στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα; Ως πότε η συναλλαγή της κομματικής πλέμπας με τις πρυτανικές αρχές θα γίνεται ανεκτή από τους νέους και μορφωμένους ανθρώπους που στέκονται σιωπηλοί στο περιθώριο; Ως πότε η νέα γενιά θα δέχεται αδιαμαρτύρητα τον ιδεολογικό και πολιτικό της ευνουχισμό από τους ιεροκύρηκες του οπισθοδρομισμού και της συντήρησης και θα καταδέχεται να παίζει αμέριμνη ρακέτες και να επιδεικνύει τα τατού της στους απέναντι, την ίδια στιγμή που οι Παπουτσήδες επιστρέφουν και διορίζονται σε θέσεις ευθύνης;
Ως πότε θα καθόμαστε αραχτοί να πίνουμε τους ιταλικούς μας καπουτσίνους και να πληρώνουμε τα μπιτσόμπαρά μας από τα εφάπαξ και τις συντάξεις των γονιών μας; Και κυρίως. Ως πότε θα εκλέγουμε α-νόητους και ά-κριτους;
Ως πότε ο Καραγκιόζης από φιγούρα παιδικής παράστασης θα αποτελεί το κοινοβουλευτικό μας πρότυπο; Ξύπνα ρε μαλάκα. Η γενιά μας σε χρειάζεται!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου