ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Πότε
μπορούμε να μιλάμε (κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά) για κατάρρευση του
πολιτικού συστήματος; Προφανώς, όταν το πολιτικό σύστημα παύει να
υπηρετεί τις συλλογικές ανάγκες. Από κατάφωρη ανικανότητα ή πασιφανή
ιδιοτέλεια - φαυλότητα ή από συγκερασμό των δύο. Ένα πολιτικό σύστημα
έχει καταρρεύσει, όταν τα κόμματα αυτονομούνται από την κοινωνία,
υπηρετούν μόνο ή κυρίως την αυτοσυντήρησή τους – οι αντιπρόσωποι του
λαού έχουν πάψει να αντιπροσωπεύουν τον λαό, πασχίζουν για πάρτη τους.
Πουριτανικές συνταγές στην πολιτική είναι ανώφελες, «η περί τας τιμάς ευφροσύνη» (η ηδονή της εξουσίας) αναγνωριζόταν, από τα αρχαία κιόλας χρόνια, «εγγυτάτω του θείου» – πλησιέστατη στη θεϊκή ευδαιμονία και γι’ αυτό ακαταμάχητα ορεκτή. Αλλά σήμερα, στο περίπου ελληνόφωνο δικό μας κρατίδιο του βαλκανικού νότου, η χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος δεν τεκμαίρεται από κρούσματα εξουσιαστικής αυθαιρεσίας ή υπερφροσύνης τόσο όσο από την έλλειψη σοβαρότητας.
Όλα στο πολιτικό μας σύστημα είναι ελλειμματικά, ελλιπέστατη και η σοβαρότητα. Μικρά τα αναστήματα, κωμική η σπουδαιοφάνεια και μεγαλαυχία, θλιβερή η ανικανότητα, χυδαίος ο αμοραλισμός. Σοβαρότητα θα πει, πριν από όλα, να έχουν τα κόμματα πραγματικές διαφορές – διαφορετικούς στόχους, διαφορετικές ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων, διαφορετικά προγράμματα, διαφορετικούς οραματισμούς για την κοινωνία. Στο Ελλαδιστάν των πολιτικών πυγμαίων, όλα τα κόμματα έχουν μια και την ίδια επαγγελία: να αυξήσουν την κατά κεφαλήν καταναλωτική ευχέρεια, χωρίς κανένα άλλο όραμα ζωής, ποιότητα ζωής, χαρά της ζωής. Ακόμα και η παιδεία δεν παρέχεται ως καλλιέργεια αλλά ως «εφόδιο»: προσόν για καριέρα.
Απίστευτο, κι όμως τα κόμματα καυχώνται να μην έχουν πολιτικές διαφορές, καμαρώνουν να είναι «πολυσυλλεκτικά», δηλαδή να μην πιστεύουν σε τίποτα. Το ΠΑΣΟΚ αγκάλιασε αντιθέσεις, από τον Μάρκο Βαφειάδη ώς τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο – η Ν.Δ. από τον Καρατζαφέρη και τον Μπαλτάκο ώς τον Μίκη Θεοδωράκη. Για τον Αντώνη Τρίτση η Ν.Δ. ήταν η επάρατη «Δεξιά» και ρητόρευε ότι «η Δεξιά είναι φίδι, που πρέπει να του λειώσουμε το κεφάλι». Δεν πρόλαβε να δει τις «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις Σημίτη και Παπανδρέου του ολίγιστου να ασκούν την πιο δεξιά πολιτική που γνώρισε ποτέ η χώρα. Ούτε να αποθαυμάσει πρόλαβε την τραγελαφική συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου, τις συντονισμένες επιδόσεις τους σε αυτεξευτελισμό και σε διασυρμό των «παρατάξεών» τους.
Μιλάμε για κατάρρευση του πολιτικού συστήματος (κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά) μετρώντας τις ψήφους των πολιτών που δίνονται για να εκδικηθούν την αμετανοησία των «κομμάτων εξουσίας»: Το άλμα του ΣΥΡΙΖΑ από το 4,6% στο 27% της εκλογικής προτίμησης δεν έγινε επειδή οι πολίτες γοητεύθηκαν ξαφνικά από τη θρησκοληψία κάποιας σέκτας - συνιστώσας αυτού του ιδεολογικού «τουρλού», όπως δεν γοητεύθηκαν και από τα μασκαριλίκια του νεοναζισμού και τραμπουκισμού αναδείχνοντας τη «Χρυσή Αυγή» τρίτο σε δύναμη κόμμα. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η ψήφος των πολιτών ήταν εκτόνωση τυφλής οργής, χαστούκι στο «σύστημα». Χαστούκι αντίστοιχο με τη συνταραχτική λαοθάλασσα των «αγανακτισμένων», τις εκατοντάδες χιλιάδων πολιτών που με ανοιχτές παλάμες, στραμμένες στη Βουλή, κραύγαζαν: «κλέφτες, ψεύτες, άτιμοι».
Όποιο τεχνητό δεκανίκι κι αν υποκαταστήσει τον Βενιζέλο στη στήριξη της πρωθυπουργίας Σαμαρά, ελπίδα ανάκαμψης από τη συντελεσμένη καταστροφή δεν υπάρχει. Ελπίδα θα γεννηθεί μόνο όταν μεθοδικά και με συνέπεια καταλυθεί το πελατειακό κράτος, το κομματικό παρακράτος. Συγκεκριμένα: όταν επιβληθεί αδιάβλητη αξιοκρατία στον δημόσιο τομέα, έλεγχος της ποιότητας και της προσφοράς των σιτιζόμενων από τον κρατικό κορβανά. Όταν απεξαρτηθεί, με καισαρική τομή, ο συνδικαλισμός από τα κόμματα. Όταν απολακτιστούν οι κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια. Όταν αποκλειστούν οι κομματικοί «νταβατζήδες» από τις εργολαβίες δημόσιων έργων, προμηθειών του κράτους και από τα ΜΜΕ. Τίποτα στη ζωή μας δεν αλλάζει, φως στο τούνελ της απόγνωσης δεν μπορεί να φανεί, αν δεν χειρουργηθεί συνταγματικά η σιαμαία συμφυΐα κράτους και κομματικού συστήματος.
Εύκολο δεν είναι. Το κομματικό σύστημα έχει καταρρεύσει, αλλά έχει συμπαρασύρει στην κατάρρευσή του και το κράτος, δέσμιο στα πλοκάμια της κομματικής ασυδοσίας. Διαθέτει και ισχυρά πληθυσμικά ερείσματα η κομματοκρατία, αναρίθμητους ευνοημένους από την αναξιοκρατία, τη ρεμούλα, την αυτονόητη λωποδυσία του κοινωνικού χρήματος – πλήθος «οργανικών διανοουμένων», πανεπιστημιακών, καλλιτεχνών, επιχειρηματιών, που η προσκόλληση σε κόμμα τούς εξασφάλισε αναρρίχηση και διασημότητα. Η κατάλυση του πελατειακού - κομματικού κράτους από αυτούς που το γέννησαν και το συντηρούν, μοιάζει λογικά και πρακτικά αδύνατη. Το θεσμοποιημένο έγκλημα δεν αυτοαναιρείται, αποκλείεται έμπρακτη μετάνοια των αυτουργών.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο που και ο ΣΥΡΙΖΑ, πλησίστιος προς την εξουσία με προίκα την κοινωνική οργή (και όχι την εμπιστοσύνη), δεν λέει λέξη για την πρώτιστη αιτία των δεινών μας: το πελατειακό - κομματικό κράτος. Έχει προκληθεί και δεν απαντάει: αν γίνει εξουσία, υπάρχει έστω και αμυδρό ενδεχόμενο να ελευθερώσει τον κρατικό μηχανισμό, τον συνδικαλισμό και τα πανεπιστήμια από το καθεστώς της κομματικής φεουδαρχίας; Δεν απαντάει, προφανώς επειδή λειτουργεί και αυτός με τις ίδιες προϋποθέσεις που έχουν οδηγήσει στην κατάρρευση το πολιτικό μας σύστημα. Σκέφτονται και στον ΣΥΡΙΖΑ (προβληματίζονται, σχεδιάζουν) με την προ-μνημονιακή λογική της κομματοκρατίας. Όπως συνέβη και με τη ΔΗΜΑΡ, που μόλις μετέσχε, για λίγο, στη συγκυβέρνηση, αξίωσε αμέσως μερίδιο από το κομματικό κράτος (με την αναλογική κλίμακα: 4 προς 3 προς 1).
Αδύνατο να συνειδητοποιήσουν στον ΣΥΡΙΖΑ την ιστορική ευκαιρία και προνομιακή δυνατότητα που τους προσφέρει η λαϊκή οργή (όχι εμπιστοσύνη): να αναστήσουν την ελληνική κοινωνία. Όπως και ο Κ. Σημίτης το 1996 και ο Καραμανλής ο βραχύς το 2004, έτσι αρνείται και ο Τσίπρας σήμερα να αγνοήσει τις εσωκομματικές του δεσμεύσεις προκειμένου να κερδίσει την ευρύτατη κοινωνική στήριξη. Το ποσοστό των ψήφων που θα χάσει απειθαρχώντας στον κ. Λαφαζάνη και στον κ. Μηλιό, σίγουρα δεν συγκρίνεται με τις ψήφους που θα του φέρει ακριβώς η απειθαρχία του: το άνοιγμα στις ανάγκες και λαχτάρες του κοινωνικού σώματος.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής παρακμής, σε οποιαδήποτε περίοδο της Ιστορίας, είναι η αδυναμία των ηγετών να αφουγκραστούν την ανάγκη της κοινωνίας αρνούμενοι τη μυωπία των επιτελών τους. Πρόσφατες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα: ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Ταγίπ Ερντογάν.
Πουριτανικές συνταγές στην πολιτική είναι ανώφελες, «η περί τας τιμάς ευφροσύνη» (η ηδονή της εξουσίας) αναγνωριζόταν, από τα αρχαία κιόλας χρόνια, «εγγυτάτω του θείου» – πλησιέστατη στη θεϊκή ευδαιμονία και γι’ αυτό ακαταμάχητα ορεκτή. Αλλά σήμερα, στο περίπου ελληνόφωνο δικό μας κρατίδιο του βαλκανικού νότου, η χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος δεν τεκμαίρεται από κρούσματα εξουσιαστικής αυθαιρεσίας ή υπερφροσύνης τόσο όσο από την έλλειψη σοβαρότητας.
Όλα στο πολιτικό μας σύστημα είναι ελλειμματικά, ελλιπέστατη και η σοβαρότητα. Μικρά τα αναστήματα, κωμική η σπουδαιοφάνεια και μεγαλαυχία, θλιβερή η ανικανότητα, χυδαίος ο αμοραλισμός. Σοβαρότητα θα πει, πριν από όλα, να έχουν τα κόμματα πραγματικές διαφορές – διαφορετικούς στόχους, διαφορετικές ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων, διαφορετικά προγράμματα, διαφορετικούς οραματισμούς για την κοινωνία. Στο Ελλαδιστάν των πολιτικών πυγμαίων, όλα τα κόμματα έχουν μια και την ίδια επαγγελία: να αυξήσουν την κατά κεφαλήν καταναλωτική ευχέρεια, χωρίς κανένα άλλο όραμα ζωής, ποιότητα ζωής, χαρά της ζωής. Ακόμα και η παιδεία δεν παρέχεται ως καλλιέργεια αλλά ως «εφόδιο»: προσόν για καριέρα.
Απίστευτο, κι όμως τα κόμματα καυχώνται να μην έχουν πολιτικές διαφορές, καμαρώνουν να είναι «πολυσυλλεκτικά», δηλαδή να μην πιστεύουν σε τίποτα. Το ΠΑΣΟΚ αγκάλιασε αντιθέσεις, από τον Μάρκο Βαφειάδη ώς τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο – η Ν.Δ. από τον Καρατζαφέρη και τον Μπαλτάκο ώς τον Μίκη Θεοδωράκη. Για τον Αντώνη Τρίτση η Ν.Δ. ήταν η επάρατη «Δεξιά» και ρητόρευε ότι «η Δεξιά είναι φίδι, που πρέπει να του λειώσουμε το κεφάλι». Δεν πρόλαβε να δει τις «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις Σημίτη και Παπανδρέου του ολίγιστου να ασκούν την πιο δεξιά πολιτική που γνώρισε ποτέ η χώρα. Ούτε να αποθαυμάσει πρόλαβε την τραγελαφική συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου, τις συντονισμένες επιδόσεις τους σε αυτεξευτελισμό και σε διασυρμό των «παρατάξεών» τους.
Μιλάμε για κατάρρευση του πολιτικού συστήματος (κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά) μετρώντας τις ψήφους των πολιτών που δίνονται για να εκδικηθούν την αμετανοησία των «κομμάτων εξουσίας»: Το άλμα του ΣΥΡΙΖΑ από το 4,6% στο 27% της εκλογικής προτίμησης δεν έγινε επειδή οι πολίτες γοητεύθηκαν ξαφνικά από τη θρησκοληψία κάποιας σέκτας - συνιστώσας αυτού του ιδεολογικού «τουρλού», όπως δεν γοητεύθηκαν και από τα μασκαριλίκια του νεοναζισμού και τραμπουκισμού αναδείχνοντας τη «Χρυσή Αυγή» τρίτο σε δύναμη κόμμα. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η ψήφος των πολιτών ήταν εκτόνωση τυφλής οργής, χαστούκι στο «σύστημα». Χαστούκι αντίστοιχο με τη συνταραχτική λαοθάλασσα των «αγανακτισμένων», τις εκατοντάδες χιλιάδων πολιτών που με ανοιχτές παλάμες, στραμμένες στη Βουλή, κραύγαζαν: «κλέφτες, ψεύτες, άτιμοι».
Όποιο τεχνητό δεκανίκι κι αν υποκαταστήσει τον Βενιζέλο στη στήριξη της πρωθυπουργίας Σαμαρά, ελπίδα ανάκαμψης από τη συντελεσμένη καταστροφή δεν υπάρχει. Ελπίδα θα γεννηθεί μόνο όταν μεθοδικά και με συνέπεια καταλυθεί το πελατειακό κράτος, το κομματικό παρακράτος. Συγκεκριμένα: όταν επιβληθεί αδιάβλητη αξιοκρατία στον δημόσιο τομέα, έλεγχος της ποιότητας και της προσφοράς των σιτιζόμενων από τον κρατικό κορβανά. Όταν απεξαρτηθεί, με καισαρική τομή, ο συνδικαλισμός από τα κόμματα. Όταν απολακτιστούν οι κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια. Όταν αποκλειστούν οι κομματικοί «νταβατζήδες» από τις εργολαβίες δημόσιων έργων, προμηθειών του κράτους και από τα ΜΜΕ. Τίποτα στη ζωή μας δεν αλλάζει, φως στο τούνελ της απόγνωσης δεν μπορεί να φανεί, αν δεν χειρουργηθεί συνταγματικά η σιαμαία συμφυΐα κράτους και κομματικού συστήματος.
Εύκολο δεν είναι. Το κομματικό σύστημα έχει καταρρεύσει, αλλά έχει συμπαρασύρει στην κατάρρευσή του και το κράτος, δέσμιο στα πλοκάμια της κομματικής ασυδοσίας. Διαθέτει και ισχυρά πληθυσμικά ερείσματα η κομματοκρατία, αναρίθμητους ευνοημένους από την αναξιοκρατία, τη ρεμούλα, την αυτονόητη λωποδυσία του κοινωνικού χρήματος – πλήθος «οργανικών διανοουμένων», πανεπιστημιακών, καλλιτεχνών, επιχειρηματιών, που η προσκόλληση σε κόμμα τούς εξασφάλισε αναρρίχηση και διασημότητα. Η κατάλυση του πελατειακού - κομματικού κράτους από αυτούς που το γέννησαν και το συντηρούν, μοιάζει λογικά και πρακτικά αδύνατη. Το θεσμοποιημένο έγκλημα δεν αυτοαναιρείται, αποκλείεται έμπρακτη μετάνοια των αυτουργών.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο που και ο ΣΥΡΙΖΑ, πλησίστιος προς την εξουσία με προίκα την κοινωνική οργή (και όχι την εμπιστοσύνη), δεν λέει λέξη για την πρώτιστη αιτία των δεινών μας: το πελατειακό - κομματικό κράτος. Έχει προκληθεί και δεν απαντάει: αν γίνει εξουσία, υπάρχει έστω και αμυδρό ενδεχόμενο να ελευθερώσει τον κρατικό μηχανισμό, τον συνδικαλισμό και τα πανεπιστήμια από το καθεστώς της κομματικής φεουδαρχίας; Δεν απαντάει, προφανώς επειδή λειτουργεί και αυτός με τις ίδιες προϋποθέσεις που έχουν οδηγήσει στην κατάρρευση το πολιτικό μας σύστημα. Σκέφτονται και στον ΣΥΡΙΖΑ (προβληματίζονται, σχεδιάζουν) με την προ-μνημονιακή λογική της κομματοκρατίας. Όπως συνέβη και με τη ΔΗΜΑΡ, που μόλις μετέσχε, για λίγο, στη συγκυβέρνηση, αξίωσε αμέσως μερίδιο από το κομματικό κράτος (με την αναλογική κλίμακα: 4 προς 3 προς 1).
Αδύνατο να συνειδητοποιήσουν στον ΣΥΡΙΖΑ την ιστορική ευκαιρία και προνομιακή δυνατότητα που τους προσφέρει η λαϊκή οργή (όχι εμπιστοσύνη): να αναστήσουν την ελληνική κοινωνία. Όπως και ο Κ. Σημίτης το 1996 και ο Καραμανλής ο βραχύς το 2004, έτσι αρνείται και ο Τσίπρας σήμερα να αγνοήσει τις εσωκομματικές του δεσμεύσεις προκειμένου να κερδίσει την ευρύτατη κοινωνική στήριξη. Το ποσοστό των ψήφων που θα χάσει απειθαρχώντας στον κ. Λαφαζάνη και στον κ. Μηλιό, σίγουρα δεν συγκρίνεται με τις ψήφους που θα του φέρει ακριβώς η απειθαρχία του: το άνοιγμα στις ανάγκες και λαχτάρες του κοινωνικού σώματος.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής παρακμής, σε οποιαδήποτε περίοδο της Ιστορίας, είναι η αδυναμία των ηγετών να αφουγκραστούν την ανάγκη της κοινωνίας αρνούμενοι τη μυωπία των επιτελών τους. Πρόσφατες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα: ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Ταγίπ Ερντογάν.
Έλεος πια
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα μην παραβιαστεί πια το όριο
ΑπάντησηΔιαγραφή