Νίκος Κωνσταντάρας
Η διαδήλωση εναντίον της λιτότητας με τη συμμετοχή 100.000 ανθρώπων στις Βρυξέλλες, χθες, επιβεβαιώνει για άλλη μία φορά την αλήθεια που διαπιστώσαμε από την αρχή της ελληνικής κρίσης: είναι εξαιρετικά δύσκολη η διαχείριση της πτώσης μιας κοινωνίας. Σε όλη την Ευρώπη εκδηλώνεται ένα κύμα οργής και απελπισίας εναντίον της λιτότητας και του φόβου της στέρησης, παραλύοντας κυβερνήσεις, προκαλώντας διαφωνίες και ένταση μεταξύ χωρών, εταίρων και θεσμών.
Τα τελευταία χρόνια κατέδειξαν ότι δεν υπάρχουν εύκολες συνταγές που να μειώνουν το χρέος και να στηρίζουν την ανάπτυξη. Με την κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008, η Αμερική και η Βρετανία επέλεξαν άλλο δρόμο απ’ αυτόν της Ευρώπης. Αδιαφορώντας για τις φωνές που απαιτούσαν άμεση μείωση του χρέους, «έριχναν» άφθονο χρήμα στην αγορά για να στηρίξουν την ανάπτυξη και την εργασία, ώστε να ξεπεραστεί η οξεία φάση της κρίσης. Το αποτέλεσμα: οι ΗΠΑ και η Βρετανία πέτυχαν μεγαλύτερη ανάπτυξη και χαμηλότερους δείκτες ανεργίας απ’ ό,τι οι χώρες της Ευρωζώνης (μεμονωμένες και μαζί). Στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να στηρίξει την οικονομία χωρίς να το ομολογεί, λόγω του γερμανικού δόγματος της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων. Η Γερμανία λέει ότι αυτή η συνταγή πέτυχε στη δική της περίπτωση· όπως φάνηκε τα τελευταία χρόνια, όμως, η σκληρή λιτότητα αποδυναμώνει την οικονομία και τους πολίτες και υπονομεύει τις μεταρρυθμίσεις.
Η Ελλάδα δεν είχε ούτε την αυτονομία ούτε την αξιοπιστία για να συνεχίσει να δανείζεται και να τυπώνει χρήμα όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Για να εξασφαλίσει τη στήριξη των εταίρων και δανειστών, αναγκάστηκε να εφαρμόσει σκληρή λιτότητα την ίδια ώρα που επιχειρούσε αλλαγές στην οικονομία και στη δημόσια διοίκηση, οι οποίες είχαν άμεσες επιπτώσεις στο επίπεδο ζωής και στις προσδοκίες και αντιλήψεις των πολιτών. Η ύφεση και η παρατεταμένη έλλειψη χρήματος στην αγορά, η υψηλή ανεργία και οι ελάχιστες επενδύσεις κλόνισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών και κατακερμάτισαν το πολιτικό σύστημα. Για να μη χάσουν κι άλλους ψηφοφόρους, οι κυβερνήσεις δίσταζαν να εφαρμόσουν τις αλλαγές που απαιτούσαν οι δανειστές, ενώ η εκάστοτε αντιπολίτευση χτυπούσε την κυβέρνηση και το «ξενόφερτο» πρόγραμμά της. Έτσι, ούτε όσοι ψήφιζαν τους νόμους ούτε όσοι πολίτες αρχικώς κατανοούσαν την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις πίστευαν ότι οι θυσίες άξιζαν. Η καθυστέρηση της ανάκαμψης ανάγκασε την πλειονότητα των Ελλήνων να βασιστεί στα αποθέματά της και στην αλληλεγγύη, ενώ κάθε ομάδα που είχε την ισχύ φάνηκε να προστατεύει τα δικά της συμφέροντα. Έτσι υπονομεύθηκε η αξιοπιστία του προγράμματος.
Όσο οι χώρες αναγκάζονται να περικόψουν δαπάνες και να μειώσουν παροχές, θα έχουν να κάνουν με λαούς που θα μάχονται για όσα χάνουν, χωρίς να πιστεύουν στα προγράμματα «εξυγίανσης». Η εμπειρία της Ελλάδας, με τις αστοχίες του προγράμματος, με απογοητευμένους πολίτες, με το πολιτικό σύστημα εξαρτημένο σε πρακτικές του παρελθόντος, είναι το μοντέλο των εξελίξεων. Δεν είναι, όμως, διέξοδος. Η λύση θα έρθει όταν η Ε.Ε. αποφασίσει να θωρακίσει όσα έχει κερδίσει, να δημιουργήσει ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο ανάπτυξης, κυρίως να εμπνεύσει εμπιστοσύνη.
Η διαδήλωση εναντίον της λιτότητας με τη συμμετοχή 100.000 ανθρώπων στις Βρυξέλλες, χθες, επιβεβαιώνει για άλλη μία φορά την αλήθεια που διαπιστώσαμε από την αρχή της ελληνικής κρίσης: είναι εξαιρετικά δύσκολη η διαχείριση της πτώσης μιας κοινωνίας. Σε όλη την Ευρώπη εκδηλώνεται ένα κύμα οργής και απελπισίας εναντίον της λιτότητας και του φόβου της στέρησης, παραλύοντας κυβερνήσεις, προκαλώντας διαφωνίες και ένταση μεταξύ χωρών, εταίρων και θεσμών.
Τα τελευταία χρόνια κατέδειξαν ότι δεν υπάρχουν εύκολες συνταγές που να μειώνουν το χρέος και να στηρίζουν την ανάπτυξη. Με την κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008, η Αμερική και η Βρετανία επέλεξαν άλλο δρόμο απ’ αυτόν της Ευρώπης. Αδιαφορώντας για τις φωνές που απαιτούσαν άμεση μείωση του χρέους, «έριχναν» άφθονο χρήμα στην αγορά για να στηρίξουν την ανάπτυξη και την εργασία, ώστε να ξεπεραστεί η οξεία φάση της κρίσης. Το αποτέλεσμα: οι ΗΠΑ και η Βρετανία πέτυχαν μεγαλύτερη ανάπτυξη και χαμηλότερους δείκτες ανεργίας απ’ ό,τι οι χώρες της Ευρωζώνης (μεμονωμένες και μαζί). Στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να στηρίξει την οικονομία χωρίς να το ομολογεί, λόγω του γερμανικού δόγματος της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων. Η Γερμανία λέει ότι αυτή η συνταγή πέτυχε στη δική της περίπτωση· όπως φάνηκε τα τελευταία χρόνια, όμως, η σκληρή λιτότητα αποδυναμώνει την οικονομία και τους πολίτες και υπονομεύει τις μεταρρυθμίσεις.
Η Ελλάδα δεν είχε ούτε την αυτονομία ούτε την αξιοπιστία για να συνεχίσει να δανείζεται και να τυπώνει χρήμα όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Για να εξασφαλίσει τη στήριξη των εταίρων και δανειστών, αναγκάστηκε να εφαρμόσει σκληρή λιτότητα την ίδια ώρα που επιχειρούσε αλλαγές στην οικονομία και στη δημόσια διοίκηση, οι οποίες είχαν άμεσες επιπτώσεις στο επίπεδο ζωής και στις προσδοκίες και αντιλήψεις των πολιτών. Η ύφεση και η παρατεταμένη έλλειψη χρήματος στην αγορά, η υψηλή ανεργία και οι ελάχιστες επενδύσεις κλόνισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών και κατακερμάτισαν το πολιτικό σύστημα. Για να μη χάσουν κι άλλους ψηφοφόρους, οι κυβερνήσεις δίσταζαν να εφαρμόσουν τις αλλαγές που απαιτούσαν οι δανειστές, ενώ η εκάστοτε αντιπολίτευση χτυπούσε την κυβέρνηση και το «ξενόφερτο» πρόγραμμά της. Έτσι, ούτε όσοι ψήφιζαν τους νόμους ούτε όσοι πολίτες αρχικώς κατανοούσαν την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις πίστευαν ότι οι θυσίες άξιζαν. Η καθυστέρηση της ανάκαμψης ανάγκασε την πλειονότητα των Ελλήνων να βασιστεί στα αποθέματά της και στην αλληλεγγύη, ενώ κάθε ομάδα που είχε την ισχύ φάνηκε να προστατεύει τα δικά της συμφέροντα. Έτσι υπονομεύθηκε η αξιοπιστία του προγράμματος.
Όσο οι χώρες αναγκάζονται να περικόψουν δαπάνες και να μειώσουν παροχές, θα έχουν να κάνουν με λαούς που θα μάχονται για όσα χάνουν, χωρίς να πιστεύουν στα προγράμματα «εξυγίανσης». Η εμπειρία της Ελλάδας, με τις αστοχίες του προγράμματος, με απογοητευμένους πολίτες, με το πολιτικό σύστημα εξαρτημένο σε πρακτικές του παρελθόντος, είναι το μοντέλο των εξελίξεων. Δεν είναι, όμως, διέξοδος. Η λύση θα έρθει όταν η Ε.Ε. αποφασίσει να θωρακίσει όσα έχει κερδίσει, να δημιουργήσει ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο ανάπτυξης, κυρίως να εμπνεύσει εμπιστοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου