Μαλούχος Γεώργιος
Επέτειος του «Όχι» σήμερα. Ενός «Όχι» που περιβάλλεται από δύο μεγάλους μύθους, οι οποίοι μάλιστα καλύπτουν και τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος έτσι ώστε να είναι όλοι ευχαριστημένοι - ο ένας έρχεται από «δεξιά» και ο άλλος έρχεται από «αριστερά»:
Ο πρώτος, είναι η ίδια η λέξη «Όχι» η οποία στην πραγματικότητα δεν ειπώθηκε ποτέ από τον Ιωάννη Μεταξά. Εκείνο που απάντησε ο Μεταξάς στο τέλος της συζήτησής του με τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα όταν του παρουσιάστηκαν οι απαιτήσεις του ιταλικού τελεσιγράφου, ήταν, στα γαλλικά, «Συνεπώς έχουμε πόλεμο». Το «Όχι» δεν ήταν λέξη. Έγινε όμως πράξη.
Ο δεύτερος μύθος έρχεται από Αριστερά και σύμφωνα με αυτόν «το Όχι το είπε ο ελληνικός λαός». Ο δεύτερος αυτός μύθος δεν απαντά στο ερώτημα τι θα είχε συμβεί αν ο (δήθεν) γερμανόφιλος Μεταξάς, είχε απαντήσει κάτι άλλο εκείνα τα χαράματα στους Ιταλούς…
Ο ελληνικός λαός είπε το τεράστιο δικό του «Όχι» από εκείνη την ημέρα και μετά, όταν πέτυχε την πρώτη νίκη κατά του Άξονα στην Αλβανία, όταν κράτησε τα σύνορα της Μακεδονίας απέναντι στους Γερμανούς για πολλαπλάσιο χρόνο από κάθε άλλη χώρα της δυτικής ηπειρωτικής Ευρώπης που αντιμετώπισε τις ορδές τους, όταν αντιστάθηκε πληρώνοντας βαρύτατο τίμημα στους τρεις κατακτητές του.
Εκείνα τα χαράματα την απόφαση είχαν ήδη λάβει ο Μεταξάς μαζί με τον Βασιλέα Γεώργιο και τον διάδοχο Παύλο, που όλοι έγιναν εκείνες τις ώρες καρδιά και ψυχή του μεγάλου πατριωτικού πολέμου, της αντίστασης κατά των εισβολέων εμψυχώνοντας συνεχώς το λαό και το στρατό σε μία στιγμή που όλη η Ελλάδα ήταν πια μία οντότητα και πολεμούσε λυσσαλέα. Αυτή είναι η πραγματικότητα πέρα από ιδεολογήματα και εκ των υστέρων προσθήκες – μπορεί άλλωστε να τη διαπιστώσει πολύ εύκολα ο οποιοσδήποτε ανατρέχοντας στα αρχεία, τις εφημερίδες, τις φωτογραφίες, τις δηλώσεις της εποχής.
Από τον μεγάλο εθνικό αυτό αγώνα δεν έλλειψε κανείς Έλληνας, από τη μία άκρη του φάσματος ως την άλλη: από τους πιο σκληρούς κομμουνιστές μέχρι τους πιο ακραίους μεταξικούς, οι Έλληνες πήγαν με ενθουσιασμό να πολεμήσουν μαζί για την ελευθερία της πατρίδας – γι αυτό και όποιος δει τα κινηματογραφικά αρχεία της εποχής διαπιστώνει κάτι μοναδικό στα διεθνή χρονικά: ότι οι στρατιώτες φεύγουν στα τραίνα για το μέτωπο και γελάνε σα να πηγαίνουν σε γλέντι, ενώ πάνε να πολεμήσουν ευτυχείς για την πατρίδα. Ήταν φυσικό, ήταν αυτονόητο, ήταν το μόνο…
Γιατί πολέμησαν έτσι ηρωικά και νικηφόρα οι Έλληνες; Επειδή πίστευαν σε αυτή τη μάχη. Αυτή την πτυχή της Ελλάδας, την πίστη στο δίκαιο αγώνα, που τόσο πολύ χάθηκε τις τελευταίες θλιβερές, διεφθαρμένες δεκαετίες, είναι που αδυνατούν να καταλάβουν άλλοι και που επειγόντως πρέπει κι εμείς να ξαναβρούμε. Τη χαρά του να πιστεύεις, του να παλεύεις για τα ιδανικά γεμίζοντας δύναμη.
Αυτό το χαμένο σήμερα «Όχι» είναι που ζητείται ξανά σήμερα - όχι η λέξη, μα η ουσία. Όμως σήμερα, ποιοι μπορούν να το πουν; Σε τι; Και σε ποιους;…
Επέτειος του «Όχι» σήμερα. Ενός «Όχι» που περιβάλλεται από δύο μεγάλους μύθους, οι οποίοι μάλιστα καλύπτουν και τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος έτσι ώστε να είναι όλοι ευχαριστημένοι - ο ένας έρχεται από «δεξιά» και ο άλλος έρχεται από «αριστερά»:
Ο πρώτος, είναι η ίδια η λέξη «Όχι» η οποία στην πραγματικότητα δεν ειπώθηκε ποτέ από τον Ιωάννη Μεταξά. Εκείνο που απάντησε ο Μεταξάς στο τέλος της συζήτησής του με τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα όταν του παρουσιάστηκαν οι απαιτήσεις του ιταλικού τελεσιγράφου, ήταν, στα γαλλικά, «Συνεπώς έχουμε πόλεμο». Το «Όχι» δεν ήταν λέξη. Έγινε όμως πράξη.
Ο δεύτερος μύθος έρχεται από Αριστερά και σύμφωνα με αυτόν «το Όχι το είπε ο ελληνικός λαός». Ο δεύτερος αυτός μύθος δεν απαντά στο ερώτημα τι θα είχε συμβεί αν ο (δήθεν) γερμανόφιλος Μεταξάς, είχε απαντήσει κάτι άλλο εκείνα τα χαράματα στους Ιταλούς…
Ο ελληνικός λαός είπε το τεράστιο δικό του «Όχι» από εκείνη την ημέρα και μετά, όταν πέτυχε την πρώτη νίκη κατά του Άξονα στην Αλβανία, όταν κράτησε τα σύνορα της Μακεδονίας απέναντι στους Γερμανούς για πολλαπλάσιο χρόνο από κάθε άλλη χώρα της δυτικής ηπειρωτικής Ευρώπης που αντιμετώπισε τις ορδές τους, όταν αντιστάθηκε πληρώνοντας βαρύτατο τίμημα στους τρεις κατακτητές του.
Εκείνα τα χαράματα την απόφαση είχαν ήδη λάβει ο Μεταξάς μαζί με τον Βασιλέα Γεώργιο και τον διάδοχο Παύλο, που όλοι έγιναν εκείνες τις ώρες καρδιά και ψυχή του μεγάλου πατριωτικού πολέμου, της αντίστασης κατά των εισβολέων εμψυχώνοντας συνεχώς το λαό και το στρατό σε μία στιγμή που όλη η Ελλάδα ήταν πια μία οντότητα και πολεμούσε λυσσαλέα. Αυτή είναι η πραγματικότητα πέρα από ιδεολογήματα και εκ των υστέρων προσθήκες – μπορεί άλλωστε να τη διαπιστώσει πολύ εύκολα ο οποιοσδήποτε ανατρέχοντας στα αρχεία, τις εφημερίδες, τις φωτογραφίες, τις δηλώσεις της εποχής.
Από τον μεγάλο εθνικό αυτό αγώνα δεν έλλειψε κανείς Έλληνας, από τη μία άκρη του φάσματος ως την άλλη: από τους πιο σκληρούς κομμουνιστές μέχρι τους πιο ακραίους μεταξικούς, οι Έλληνες πήγαν με ενθουσιασμό να πολεμήσουν μαζί για την ελευθερία της πατρίδας – γι αυτό και όποιος δει τα κινηματογραφικά αρχεία της εποχής διαπιστώνει κάτι μοναδικό στα διεθνή χρονικά: ότι οι στρατιώτες φεύγουν στα τραίνα για το μέτωπο και γελάνε σα να πηγαίνουν σε γλέντι, ενώ πάνε να πολεμήσουν ευτυχείς για την πατρίδα. Ήταν φυσικό, ήταν αυτονόητο, ήταν το μόνο…
Γιατί πολέμησαν έτσι ηρωικά και νικηφόρα οι Έλληνες; Επειδή πίστευαν σε αυτή τη μάχη. Αυτή την πτυχή της Ελλάδας, την πίστη στο δίκαιο αγώνα, που τόσο πολύ χάθηκε τις τελευταίες θλιβερές, διεφθαρμένες δεκαετίες, είναι που αδυνατούν να καταλάβουν άλλοι και που επειγόντως πρέπει κι εμείς να ξαναβρούμε. Τη χαρά του να πιστεύεις, του να παλεύεις για τα ιδανικά γεμίζοντας δύναμη.
Αυτό το χαμένο σήμερα «Όχι» είναι που ζητείται ξανά σήμερα - όχι η λέξη, μα η ουσία. Όμως σήμερα, ποιοι μπορούν να το πουν; Σε τι; Και σε ποιους;…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου