Ιωάννα Χαρμπέα
Ο Γιώργος και η Μαρία, ένα νεανικό ζευγάρι με γνωριμία από τα φοιτητικά τους χρόνια, αναγκάζονται να χωρίσουν
για λίγο, λόγω κρίσης. Η Μαρία, αφού τελείωσε το Πανεπιστήμιο, βρήκε
μια πολύ καλή δουλειά, με την κρίση βέβαια μειώθηκαν οι αποδοχές της
-παρόλα αυτά είναι ευχαριστημένη.
Ο Γιώργος, αντίθετα, αναγκάζεται να κλείσει την επιχείρηση του πατέρα του και χρεωμένος αναζητά εργασία στο εξωτερικό. Ετοιμάζει τη βαλίτσα των ονείρων, λοιπόν, και ξεκινάει ένα ταξίδι αβέβαιο σε μια ξένη χώρα – αναζητώντας τη θαλπωρή και ασφάλεια που δεν του έδωσε η χώρα του.
Σε μια Ελλάδα που οι μνημονικές πολιτικές κατακρεουργούν τα όνειρα και τις ελπίδες των νέων, λύση είναι η μετανάστευση. Με μια βαλίτσα όνειρα, λοιπόν, οι νέοι της χώρας μας (και όχι μόνο οι νέοι) επιζητούν όχι μια θέση στον ήλιο, αλλά μια θέση στο φως.
Ποιος, όμως, ξέρει τι τους περιμένει και εκεί; Πουθενά δεν υπάρχει στρωμένο έδαφος. Η μετανάστευση εξάλλου από μόνη της είναι ψυχοφθόρα διαδικασία. Απόρριψη νιώθουν όσοι φεύγουν.
Απόρριψη από την ίδια τους τη χώρα, τη γενέτειρά τους. Είναι βαρύ το πλήγμα αυτής της απώλειας και θα τους κυνηγάει μια ζωή.
Σε συνδυασμό με την ανασφάλεια χτυπάει κόκκινο η ψυχολογία του ατόμου.
Και, όμως, μέσα στο καταθλιπτικό σκηνικό της σύγχρονης πραγματικότητας φαντάζει η ιδανική λύση, η τελευταία ίσως ελπίδα. Ένας λόγος ύπαρξης. Η απαγκίστρωση του νέου από τα πλοκάμια του εξολοθρευτικού, πλέον, κοινωνικού συστήματος.
Η φυγή και η μετανάστευση, ίσως, είναι ικανές να αποτρέψουν τον αφανισμό του, τον αφανισμό ως προσωπικότητα, ως ατομικότητα, την εξαφάνιση της αξιοπρέπειάς του.
Η μη απορρόφηση νέου εργατικού δυναμικού, ο αποκλεισμός από θέσεις εργασίας, η συνεχής μείωση των επιδομάτων ανεργίας, φράζει τους δρόμους της δημιουργίας, της ελπίδας, φράζει την ίδια τη ζωή τους, το εγώ τους, την ψυχή τους.
Η μόνη τους σκέψη είναι, λοιπόν, όχι πώς θα επιβιώσουν σε ένα οικονομικά και -κατ’ επέκταση- κοινωνικά αρρωστημένο περιβάλλον, αλλά πώς θα ξεφύγουν από αυτό.
Ζουν σε μια χώρα που τους πρόδωσε, που τα μέτρα λιτότητας δεν έχουν τελειωμό, νιώθουν εγκλωβισμένοι σε περιβάλλον χωρίς προοπτική.
Συνεπώς, η φυγή είναι και η σωτήρια λύση γι αυτούς. Και αν η ξενιτιά πληγώνει, είναι η μόνη λύση. Γιατί ξενιτιά δεν είναι να φεύγεις για ένα καλύτερο αύριο, ξενιτιά είναι να μένεις και να νιώθεις ξένος και κοινωνικά αποκλεισμένος. Να μένεις και να ξέρεις πως δεν υπάρχει αύριο!
Αναγκαίο κακό, λοιπόν, η μετανάστευση. Η έξαρση που είχε το μεταναστευτικό φαινόμενο στις δεκαετίες του ‘50, του ‘60 και ΄70 δε θα αργήσει να έρθει. Θα εξάγουμε επιστήμονες, γιατί ο μη σωστός σχεδιασμός της Παιδείας δεν διευκολύνει την απορρόφηση.
Σε ένα σωστό σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής γίνεται πρώτα μια κοινωνική έρευνα, καταγραφή των αναγκών της κοινωνίας στα εκάστοτε επαγγέλματα, σχεδιασμός υλοποίησης και μετά έλεγχος για διαπίστωση και διόρθωση τυχόν λαθών.
Πώς, λοιπόν, να απορροφηθούν οι χιλιάδες επιστήμονες αν ο αριθμός τους ξεπερνά τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας;
Είναι επακόλουθο να γίνεται διάχυση των ειδικοτήτων σε άσχετους κλάδους, διαφορετικό με το αντικείμενο των σπουδών. Είναι λογικό ο φιλόλογος να εργάζεται ως ταξιτζής και ο δάσκαλος σε σούπερ μάρκετ. Όλα είναι λογικά στην κοινωνία της παράνοιας που τα αφήνει όλα στην τύχη.
Αυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων, πρέπει να έχουν πεισθεί πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων, έτσι τουλάχιστον είχε πει κάποτε ο Αριστοτέλης και, φυσικά, ισχύει.
Και στο σημείο αυτό να προσθέσω και την αρμονική ενσωμάτωση των νέων στην αγορά εργασίας, την αίσθηση ότι υπάρχει προοπτική ανεύρεσης εργασίας, την έμπρακτη στήριξή τους σε περιπτώσεις ανεργίας, αλλά πρώτα από όλα την ορθή επαγγελματική τους κατεύθυνση.
Δυστυχώς, όμως, το μόνο που γίνεται είναι να συρρικνώνεται σταδιακά η παραγωγική βάση. Το κοινωνικό οικοδόμημα στηρίζεται στην παραγωγική βάση, στην οικονομία. Αν αυτά ταλανίζονται, η κοινωνία κινδυνεύει με κατάρρευση.
Τι σημασία, λοιπόν, έχει η πληθώρα των επιστημόνων που παράγουμε αν φτάνουμε στο σημείο να τους εξάγουμε; Τι σημασία έχει αν οι νέοι αποκτούν γνώσεις, αν δεν δύναται να τις εφαρμόσουν, να τις χρησιμοποιήσουν στην πράξη; Γνώση που δε χρησιμοποιείται είναι στείρα γνώση.
Παράγουμε επιστημονικό προσωπικό και το εξάγουμε εφόσον είναι αδύνατο να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό της χώρας μας. Εξάγουμε μυαλά εφόσον δεν υπάρχει συνδυασμός εισακτέων στα Πανεπιστήμια με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Όμως, οι νέοι δε φεύγουν γιατί δεν έχουν δουλειά, δε φεύγουν γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν τα δυσβάστακτα χαράτσια και τους φόρους, δε φεύγουν γιατί δεν έχουν ποιότητα στη ζωή τους, δε φεύγουν γιατί απειλείται η αξιοπρέπεια τους. Δε φεύγουν καν για το σήμερα φεύγουν για το αύριο.
Φεύγουν γιατί έχει σβήσει η ελπίδα! Με τη φυγή των νέων ανθρώπων οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε εθνική συρρίκνωση.
Η Ελλάδα θα γίνει χώρα μεταναστών, μειονοτήτων, ηλικιωμένων ατόμων. Έχουμε τα όπλα να παλέψουμε την μάστιγα της ανεργίας που πλήττει τη νεολαία μας. Έχουμε τα όπλα να παλέψουμε την κρίση, δεν τα χρησιμοποιούμε όμως.
Το επιστημονικό προσωπικό, ο αγροτικός τομέας και ο τουρισμός είναι οι μοχλοί ανάπτυξης της οικονομίας μας. Ποιος, όμως, θα κινήσει το μοχλό αυτό; Εφόσον τον νέο τον θέλουμε δούλο του συστήματος, ενώ αυτός είναι εκείνος που πρέπει να κινήσει το μοχλό της δημιουργίας. Η κινητήριος δύναμη είναι η νέα γενιά.
Με τη σοφία των παλιών και με τη καινούρια γνώση και ορμή των νέων μπορούμε να αλλάξουμε πλεύση, να αυξήσουμε ταχύτητα και να βγούμε από το τέλμα και το αδιέξοδο. Οι νέοι θα μείνουν στην Ελλάδα αν τους δώσουν φως, λόγο να υπάρχουν στη χώρα που γεννήθηκαν. Να φυτρώσει η ελπίδα που τόσο επιζητούν μέσα τους από πράξεις και όχι από λόγια που μένουν στα χαρτιά!
Ας αναλάβουμε, λοιπόν, ο καθένας τις ευθύνες που του αναλογούν, αλλιώς είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Οι επιπτώσεις του μεταναστευτικού κύματος των νέων στις μέρες μας θα είναι ασύλληπτες. Δεν είμαστε έρμαια της μοίρας μας, εμείς την ορίζουμε όπως και την καταστροφή μας.
Ελλάδα μη διώχνεις τα παιδιά σου. Μη σκοτώνεις το μέλλον σου! Επιβάλλεται να κλείσουμε εγκαίρως την πληγή της μετανάστευσης νέων. Αυτή η πληγή αν δεν επουλωθεί θα αποβεί μοιραία ακόμα και για την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού έθνους!
Θα γυρίσω -της είπε- και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες τα χρόνια και ο ξενιτεμός έγινε πλέον μόνιμος. Το σώμα έβγαλε -θαρρείς- ρίζες, ρίζωσε εκεί μακριά στα ξένα μα τα μάτια αντίκριζαν τον ίδιο ουρανό με σένα, τα ίδια σύννεφα το ίδιο φεγγάρι.
Και οι ψυχές συναντιόταν κάθε βράδυ και θυμόταν τις παλιές καλές στιγμές. Όχι τίποτα δεν ήταν όπως παλιά, όμως!
Η ξενιτιά δεν ήταν μόνο απόσταση, ήταν βαθύ χάσμα, δυο διαφορετικές παράλληλες ζωές. Όλα είχαν χαθεί πια, τα χρόνια, οι συνήθειες η ελπίδα για γυρισμό.
Η κρίση απομακρύνει τους ανθρώπους, χωρίζει ζωές, συνθλίβει ελπίδες και όνειρα. Χθες το βράδυ είδε πάλι το ίδιο όνειρο – όπως τότε που έφευγε, τη φίλησε και της είπε «θα γυρίσω».
Οι ματιές συναντήθηκαν για δευτερόλεπτα, αλλά ήταν τόσο έντονη η στιγμή που νόμιζες ότι εκείνη την ύστατη στιγμή είπαν όσα δεν είχαν πει χρόνια τώρα…
Θα γυρίσω, της είπε… Ποτέ δεν της είπε, όμως, ήρθα!
Ο Γιώργος, αντίθετα, αναγκάζεται να κλείσει την επιχείρηση του πατέρα του και χρεωμένος αναζητά εργασία στο εξωτερικό. Ετοιμάζει τη βαλίτσα των ονείρων, λοιπόν, και ξεκινάει ένα ταξίδι αβέβαιο σε μια ξένη χώρα – αναζητώντας τη θαλπωρή και ασφάλεια που δεν του έδωσε η χώρα του.
Σε μια Ελλάδα που οι μνημονικές πολιτικές κατακρεουργούν τα όνειρα και τις ελπίδες των νέων, λύση είναι η μετανάστευση. Με μια βαλίτσα όνειρα, λοιπόν, οι νέοι της χώρας μας (και όχι μόνο οι νέοι) επιζητούν όχι μια θέση στον ήλιο, αλλά μια θέση στο φως.
Ποιος, όμως, ξέρει τι τους περιμένει και εκεί; Πουθενά δεν υπάρχει στρωμένο έδαφος. Η μετανάστευση εξάλλου από μόνη της είναι ψυχοφθόρα διαδικασία. Απόρριψη νιώθουν όσοι φεύγουν.
Απόρριψη από την ίδια τους τη χώρα, τη γενέτειρά τους. Είναι βαρύ το πλήγμα αυτής της απώλειας και θα τους κυνηγάει μια ζωή.
Σε συνδυασμό με την ανασφάλεια χτυπάει κόκκινο η ψυχολογία του ατόμου.
Και, όμως, μέσα στο καταθλιπτικό σκηνικό της σύγχρονης πραγματικότητας φαντάζει η ιδανική λύση, η τελευταία ίσως ελπίδα. Ένας λόγος ύπαρξης. Η απαγκίστρωση του νέου από τα πλοκάμια του εξολοθρευτικού, πλέον, κοινωνικού συστήματος.
Η φυγή και η μετανάστευση, ίσως, είναι ικανές να αποτρέψουν τον αφανισμό του, τον αφανισμό ως προσωπικότητα, ως ατομικότητα, την εξαφάνιση της αξιοπρέπειάς του.
Η μη απορρόφηση νέου εργατικού δυναμικού, ο αποκλεισμός από θέσεις εργασίας, η συνεχής μείωση των επιδομάτων ανεργίας, φράζει τους δρόμους της δημιουργίας, της ελπίδας, φράζει την ίδια τη ζωή τους, το εγώ τους, την ψυχή τους.
Η μόνη τους σκέψη είναι, λοιπόν, όχι πώς θα επιβιώσουν σε ένα οικονομικά και -κατ’ επέκταση- κοινωνικά αρρωστημένο περιβάλλον, αλλά πώς θα ξεφύγουν από αυτό.
Ζουν σε μια χώρα που τους πρόδωσε, που τα μέτρα λιτότητας δεν έχουν τελειωμό, νιώθουν εγκλωβισμένοι σε περιβάλλον χωρίς προοπτική.
Συνεπώς, η φυγή είναι και η σωτήρια λύση γι αυτούς. Και αν η ξενιτιά πληγώνει, είναι η μόνη λύση. Γιατί ξενιτιά δεν είναι να φεύγεις για ένα καλύτερο αύριο, ξενιτιά είναι να μένεις και να νιώθεις ξένος και κοινωνικά αποκλεισμένος. Να μένεις και να ξέρεις πως δεν υπάρχει αύριο!
Αναγκαίο κακό, λοιπόν, η μετανάστευση. Η έξαρση που είχε το μεταναστευτικό φαινόμενο στις δεκαετίες του ‘50, του ‘60 και ΄70 δε θα αργήσει να έρθει. Θα εξάγουμε επιστήμονες, γιατί ο μη σωστός σχεδιασμός της Παιδείας δεν διευκολύνει την απορρόφηση.
Σε ένα σωστό σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής γίνεται πρώτα μια κοινωνική έρευνα, καταγραφή των αναγκών της κοινωνίας στα εκάστοτε επαγγέλματα, σχεδιασμός υλοποίησης και μετά έλεγχος για διαπίστωση και διόρθωση τυχόν λαθών.
Πώς, λοιπόν, να απορροφηθούν οι χιλιάδες επιστήμονες αν ο αριθμός τους ξεπερνά τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας;
Είναι επακόλουθο να γίνεται διάχυση των ειδικοτήτων σε άσχετους κλάδους, διαφορετικό με το αντικείμενο των σπουδών. Είναι λογικό ο φιλόλογος να εργάζεται ως ταξιτζής και ο δάσκαλος σε σούπερ μάρκετ. Όλα είναι λογικά στην κοινωνία της παράνοιας που τα αφήνει όλα στην τύχη.
Αυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων, πρέπει να έχουν πεισθεί πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων, έτσι τουλάχιστον είχε πει κάποτε ο Αριστοτέλης και, φυσικά, ισχύει.
Και στο σημείο αυτό να προσθέσω και την αρμονική ενσωμάτωση των νέων στην αγορά εργασίας, την αίσθηση ότι υπάρχει προοπτική ανεύρεσης εργασίας, την έμπρακτη στήριξή τους σε περιπτώσεις ανεργίας, αλλά πρώτα από όλα την ορθή επαγγελματική τους κατεύθυνση.
Δυστυχώς, όμως, το μόνο που γίνεται είναι να συρρικνώνεται σταδιακά η παραγωγική βάση. Το κοινωνικό οικοδόμημα στηρίζεται στην παραγωγική βάση, στην οικονομία. Αν αυτά ταλανίζονται, η κοινωνία κινδυνεύει με κατάρρευση.
Τι σημασία, λοιπόν, έχει η πληθώρα των επιστημόνων που παράγουμε αν φτάνουμε στο σημείο να τους εξάγουμε; Τι σημασία έχει αν οι νέοι αποκτούν γνώσεις, αν δεν δύναται να τις εφαρμόσουν, να τις χρησιμοποιήσουν στην πράξη; Γνώση που δε χρησιμοποιείται είναι στείρα γνώση.
Παράγουμε επιστημονικό προσωπικό και το εξάγουμε εφόσον είναι αδύνατο να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό της χώρας μας. Εξάγουμε μυαλά εφόσον δεν υπάρχει συνδυασμός εισακτέων στα Πανεπιστήμια με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Όμως, οι νέοι δε φεύγουν γιατί δεν έχουν δουλειά, δε φεύγουν γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν τα δυσβάστακτα χαράτσια και τους φόρους, δε φεύγουν γιατί δεν έχουν ποιότητα στη ζωή τους, δε φεύγουν γιατί απειλείται η αξιοπρέπεια τους. Δε φεύγουν καν για το σήμερα φεύγουν για το αύριο.
Φεύγουν γιατί έχει σβήσει η ελπίδα! Με τη φυγή των νέων ανθρώπων οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε εθνική συρρίκνωση.
Η Ελλάδα θα γίνει χώρα μεταναστών, μειονοτήτων, ηλικιωμένων ατόμων. Έχουμε τα όπλα να παλέψουμε την μάστιγα της ανεργίας που πλήττει τη νεολαία μας. Έχουμε τα όπλα να παλέψουμε την κρίση, δεν τα χρησιμοποιούμε όμως.
Το επιστημονικό προσωπικό, ο αγροτικός τομέας και ο τουρισμός είναι οι μοχλοί ανάπτυξης της οικονομίας μας. Ποιος, όμως, θα κινήσει το μοχλό αυτό; Εφόσον τον νέο τον θέλουμε δούλο του συστήματος, ενώ αυτός είναι εκείνος που πρέπει να κινήσει το μοχλό της δημιουργίας. Η κινητήριος δύναμη είναι η νέα γενιά.
Με τη σοφία των παλιών και με τη καινούρια γνώση και ορμή των νέων μπορούμε να αλλάξουμε πλεύση, να αυξήσουμε ταχύτητα και να βγούμε από το τέλμα και το αδιέξοδο. Οι νέοι θα μείνουν στην Ελλάδα αν τους δώσουν φως, λόγο να υπάρχουν στη χώρα που γεννήθηκαν. Να φυτρώσει η ελπίδα που τόσο επιζητούν μέσα τους από πράξεις και όχι από λόγια που μένουν στα χαρτιά!
Ας αναλάβουμε, λοιπόν, ο καθένας τις ευθύνες που του αναλογούν, αλλιώς είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Οι επιπτώσεις του μεταναστευτικού κύματος των νέων στις μέρες μας θα είναι ασύλληπτες. Δεν είμαστε έρμαια της μοίρας μας, εμείς την ορίζουμε όπως και την καταστροφή μας.
Ελλάδα μη διώχνεις τα παιδιά σου. Μη σκοτώνεις το μέλλον σου! Επιβάλλεται να κλείσουμε εγκαίρως την πληγή της μετανάστευσης νέων. Αυτή η πληγή αν δεν επουλωθεί θα αποβεί μοιραία ακόμα και για την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού έθνους!
Θα γυρίσω -της είπε- και περνούσαν οι μέρες, οι μήνες τα χρόνια και ο ξενιτεμός έγινε πλέον μόνιμος. Το σώμα έβγαλε -θαρρείς- ρίζες, ρίζωσε εκεί μακριά στα ξένα μα τα μάτια αντίκριζαν τον ίδιο ουρανό με σένα, τα ίδια σύννεφα το ίδιο φεγγάρι.
Και οι ψυχές συναντιόταν κάθε βράδυ και θυμόταν τις παλιές καλές στιγμές. Όχι τίποτα δεν ήταν όπως παλιά, όμως!
Η ξενιτιά δεν ήταν μόνο απόσταση, ήταν βαθύ χάσμα, δυο διαφορετικές παράλληλες ζωές. Όλα είχαν χαθεί πια, τα χρόνια, οι συνήθειες η ελπίδα για γυρισμό.
Η κρίση απομακρύνει τους ανθρώπους, χωρίζει ζωές, συνθλίβει ελπίδες και όνειρα. Χθες το βράδυ είδε πάλι το ίδιο όνειρο – όπως τότε που έφευγε, τη φίλησε και της είπε «θα γυρίσω».
Οι ματιές συναντήθηκαν για δευτερόλεπτα, αλλά ήταν τόσο έντονη η στιγμή που νόμιζες ότι εκείνη την ύστατη στιγμή είπαν όσα δεν είχαν πει χρόνια τώρα…
Θα γυρίσω, της είπε… Ποτέ δεν της είπε, όμως, ήρθα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου