Αργύρης Κωστάκης
Στις στιγμές της απόλυτης απελπισίας, του ψυχικού αδιεξόδου που σε παραλύει, κάτι γίνεται και ανάβει ένα ανεπαίσθητο φωτάκι στην «τυφλή» στροφή πριν το τέλος. Γίνεται πυξίδα για να σε οδηγήσει σε ένα δρομάκι που σε απομακρύνει από το κέντρο του λαβύρινθου. Ένα σημάδι ότι πρέπει να αντέξεις κι άλλο. Να μη λυγίσεις. Να μην παραδοθείς. Να μη δείξεις ότι σε ισοπέδωσε το «σύστημα». Η Πίστη σου να αποδειχθεί πιο δυνατή από τους φαύλους.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Πριν από πέντε χρόνια κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Όταν αντίκρισα μια γριούλα στη λαϊκή αγορά του Γκύζη να μαζεύει σε μια σακούλα τα υπολείμματα. Όταν το είπα τρομαγμένος σε κάποιους δημοσιογράφους με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Δεν ήταν της μόδας τότε τα ρεπορτάζ – φασόν, με τις επικολυρικές εκφράσεις περί «κατοχής» και «ναζί στην Αθήνα», τη δραματική μουσική υπόκρουση και για «κερασάκι» δηλώσεις του Στρατούλη – κατά προτίμηση. Ελάχιστοι είχαν πάρει χαμπάρι ότι πατάμε πάνω σε κινούμενη άμμο. Ότι η πλειονότητα των πολιτικών μας υπολογίζει όσο ένα πουρμπουάρ των είκοσι ευρώ που αφήνει στα ρεστοράν.
Τότε, λοιπόν, πίστεψα ο ηλίθιος ότι οι δυσκολίες που έρχονταν, τα χοντρά ζόρια που θα τραβούσαμε – κυρίως οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα – και πλησιάζουν με μαθηματική ακρίβεια, θα μας άνοιγαν τα μάτια. Να δούμε καθαρά την πραγματικότητα. Να μιλήσουμε με τον εαυτό μας και να θωρακιστούμε όσο μπορούμε. Να επικοινωνήσουμε με τους ανθρώπους που είναι ο κόσμος μας. Την οικογένεια, τους συναδέλφους, τους γείτονες. Δεν κατάλαβα όμως τότε ότι η κρίση μας βρήκε «γυμνούς». Ήδη χρεοκοπημένους κοινωνικά και ηθικά. Όχι μόνο οικονομικά και πολιτικά.
Κι εκεί «έχασα το παιχνίδι». Όσο περνούσαν οι εβδομάδες και οι μήνες οι περισσότεροι Έλληνες άλλαζαν σαν τους χαμαιλέοντες. Προσαρμόζονταν με το νέο περιβάλλον. Άλλαζαν κόμματα όπως οι βουλευτές για να μη χάσουν το βόλεμα. Τα πουκάμισα έγιναν ζιβάγκο και τα φουλάρια κασκόλ. Για να μην αναλάβουν τις ευθύνες τους. Να μη σφίξουν τα δόντια και αγωνιστούν για ένα καλύτερο αύριο των παιδιών. Τους ένοιαζε μόνο η πάρτη τους. Τα κεκτημένα τους από τις εκβιαστικές μαξιμαλιστικές τακτικές των επαγγελματιών συνδικαλιστών. Οι μισθοί και τα επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία».
Ο παραλογισμός και η παράνοια συνεχίζονται και σήμερα που η χώρα διαλύθηκε και παραδίνεται στον «πολιτισμό» του Νότη Σφακιανάκη. Τώρα που ολόκληρες γενιές βυθίζονται στην άβυσσο.
Ακόμη και σήμερα όλο το πολιτικό προσωπικό, δεξιοί και αριστεροί (του κώλου), δίνουν τη μάχη των μαχών ώστε να μην πειραχτεί τίποτα στο δημόσιο. Να μην απολυθεί ούτε ένας κομματικός «στρατιώτης». Ας είναι και επίορκος, άχρηστος, τεμπέλης ή διορισμένος με ψεύτικα χαρτιά.
Γι αυτό και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ σχολιάζει στο βιβλίο του «Η αέναη ευφορία» ότι «δημιουργήσαμε μια κοινωνία στην οποία έχουμε δικαίωμα στα πάντα, εκτός από το να συμμορφωθούμε με κάτι».
Στις στιγμές της απόλυτης απελπισίας, του ψυχικού αδιεξόδου που σε παραλύει, κάτι γίνεται και ανάβει ένα ανεπαίσθητο φωτάκι στην «τυφλή» στροφή πριν το τέλος. Γίνεται πυξίδα για να σε οδηγήσει σε ένα δρομάκι που σε απομακρύνει από το κέντρο του λαβύρινθου. Ένα σημάδι ότι πρέπει να αντέξεις κι άλλο. Να μη λυγίσεις. Να μην παραδοθείς. Να μη δείξεις ότι σε ισοπέδωσε το «σύστημα». Η Πίστη σου να αποδειχθεί πιο δυνατή από τους φαύλους.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Πριν από πέντε χρόνια κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Όταν αντίκρισα μια γριούλα στη λαϊκή αγορά του Γκύζη να μαζεύει σε μια σακούλα τα υπολείμματα. Όταν το είπα τρομαγμένος σε κάποιους δημοσιογράφους με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Δεν ήταν της μόδας τότε τα ρεπορτάζ – φασόν, με τις επικολυρικές εκφράσεις περί «κατοχής» και «ναζί στην Αθήνα», τη δραματική μουσική υπόκρουση και για «κερασάκι» δηλώσεις του Στρατούλη – κατά προτίμηση. Ελάχιστοι είχαν πάρει χαμπάρι ότι πατάμε πάνω σε κινούμενη άμμο. Ότι η πλειονότητα των πολιτικών μας υπολογίζει όσο ένα πουρμπουάρ των είκοσι ευρώ που αφήνει στα ρεστοράν.
Τότε, λοιπόν, πίστεψα ο ηλίθιος ότι οι δυσκολίες που έρχονταν, τα χοντρά ζόρια που θα τραβούσαμε – κυρίως οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα – και πλησιάζουν με μαθηματική ακρίβεια, θα μας άνοιγαν τα μάτια. Να δούμε καθαρά την πραγματικότητα. Να μιλήσουμε με τον εαυτό μας και να θωρακιστούμε όσο μπορούμε. Να επικοινωνήσουμε με τους ανθρώπους που είναι ο κόσμος μας. Την οικογένεια, τους συναδέλφους, τους γείτονες. Δεν κατάλαβα όμως τότε ότι η κρίση μας βρήκε «γυμνούς». Ήδη χρεοκοπημένους κοινωνικά και ηθικά. Όχι μόνο οικονομικά και πολιτικά.
Κι εκεί «έχασα το παιχνίδι». Όσο περνούσαν οι εβδομάδες και οι μήνες οι περισσότεροι Έλληνες άλλαζαν σαν τους χαμαιλέοντες. Προσαρμόζονταν με το νέο περιβάλλον. Άλλαζαν κόμματα όπως οι βουλευτές για να μη χάσουν το βόλεμα. Τα πουκάμισα έγιναν ζιβάγκο και τα φουλάρια κασκόλ. Για να μην αναλάβουν τις ευθύνες τους. Να μη σφίξουν τα δόντια και αγωνιστούν για ένα καλύτερο αύριο των παιδιών. Τους ένοιαζε μόνο η πάρτη τους. Τα κεκτημένα τους από τις εκβιαστικές μαξιμαλιστικές τακτικές των επαγγελματιών συνδικαλιστών. Οι μισθοί και τα επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία».
Ο παραλογισμός και η παράνοια συνεχίζονται και σήμερα που η χώρα διαλύθηκε και παραδίνεται στον «πολιτισμό» του Νότη Σφακιανάκη. Τώρα που ολόκληρες γενιές βυθίζονται στην άβυσσο.
Ακόμη και σήμερα όλο το πολιτικό προσωπικό, δεξιοί και αριστεροί (του κώλου), δίνουν τη μάχη των μαχών ώστε να μην πειραχτεί τίποτα στο δημόσιο. Να μην απολυθεί ούτε ένας κομματικός «στρατιώτης». Ας είναι και επίορκος, άχρηστος, τεμπέλης ή διορισμένος με ψεύτικα χαρτιά.
Γι αυτό και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ σχολιάζει στο βιβλίο του «Η αέναη ευφορία» ότι «δημιουργήσαμε μια κοινωνία στην οποία έχουμε δικαίωμα στα πάντα, εκτός από το να συμμορφωθούμε με κάτι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου