Γράφει: Αργύρης Κωστάκης
Ο όλεθρος του τυφώνα στις Φιλιππίνες
έδειξε για άλλη μία φορά τη θνητότητα των ανθρώπων. Ο Αρμαγεδώνας σε
αυτό το καταραμένο κομμάτι του πλανήτη απέδειξε για ακόμη μία φορά το
πόσο μικρά και απροστάτευτα «μυρμήγκια» είμαστε οι άνθρωποι απέναντι στη
θηριώδη δύναμη της φύσης.
Πολλές χιλιάδες ψυχές φτερούγισαν μέσα σε λίγα λεπτά για την κόλαση ή τον παράδεισό τους. Μωρά, παιδιά, ενήλικες και γέροντες, είδαν το φως της ζωής να σβήνει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Καταπλακωμένοι από συντρίμια, λάσπες και σίδερα.
Και να πεις ρε γαμώτο ότι όλοι αυτοί οι χιλιοβασανισμένοι άνθρωποι, πριν πεθάνουν, πρόλαβαν να ζήσουν για λίγο ευτυχισμένοι «πάει στα κομμάτια». Όμως η μοίρα, τους ήθελε να γεννηθούν μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία. Κάθε μέρα τους να είναι μία άνιση μάχη επιβίωσης. Κάθε ανάσα και χτύπος της καρδιάς τους ήταν γι’ αυτούς μια νίκη.
Κι εμείς εδώ στην Ελλάδα ζούμε στην -ίσως- πιο όμορφη χώρα της Γης. Η εικόνα είναι εναργής. Αδιάψευστη. Λίγεςς εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, μέχρι και αυτό το Σαββατοκύριακο που πέρασε, μπορούσαμε να τρώμε έξω στις αυλές και τα μπαλκόνια. Κάποιοι έκαναν μπάνιο με ευχαρίστηση στη θάλασσα. Ο ήλιος έλαμπε και στους δρόμους οι πιτσιρικάδες κυκλοφορούσαν με κοντομάνικα. Τα καλοριφέρ και τζάκια -εκτός από τη βόρειο Ελλάδα- δεν έχουν ανάψει ούτε μία φορά.
Δεν υπάρχουν σε αυτή τη χώρα τυφώνες, τσουνάμι, τροπικές καταιγίδες, κατολισθήσεις, φονικοί σεισμοί, καύσωνες, χιονοθύελλες, ανεμοστρόβιλοι, ενεργά ηφαίστεια, κυκλώνες. Λες και ο Θεός ευλόγησε αυτή την κουκίδα του παγκόσμιου χάρτη. Μας λυπήθηκε και «φρέναρε» τη φύση. Άφησε τους ίδιους τους ανθρώπους που ζούνε σε αυτό το φυσικό διαμάντι να το καταστρέψουν… Να μπαζώνουν ρέματα για να χτίσουν σπίτια. Να τσιμεντώνουν τις παραλίες για να χτίσουν βίλες και μπαρ. Να καίνε τα δάση για να κάνουν οικόπεδα. Να κόβουν ανεξέλεγκτα δέντρα για να πουλήσουν κερδοσκοπώντας την ξυλεία. Να μολύνουν τις θάλασσες χύνοντας μέσα ό,τι βάζει ο νους. Να δημιουργούν παράνομες χωματερές παντού και να ασελγούν στο περιβάλλον. Να μετατρέπουν την Ελλάδα στην πιο βρώμικη χώρα του πλανήτη πετώντας παντού σκουπίδια.
Στο δρόμο, στο φανάρι, στην παραλία, στο πάρκο, στον ακάλυπτο, στο δάσος, στο σινεμά, στο θέατρο, στο γήπεδο, στο σχολείο, στο νοσοκομείο. Να κρεμάνε στα δέντρα αδέσποτα σκυλάκια και να ρίχνουν φόλες με γυαλιά. Να δηλητηριάζουν περιστέρια. Να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα που οι εξατμίσεις βγάζουν το θάνατο. Να μην έχουν ποδηλατόδρομους ούτε για δείγμα. Να μην κάνουν ανακύκλωση ούτε στο πιο απλό, το χαρτί ή τα κουτάκια αναψυκτικών. Να σπαταλούν ασύστολα το νερό. Να χρησιμοποιούν κατά κόρον λιγνίτη και πετρέλαιο για ενέργεια.
Αυτή η χώρα έπρεπε να είναι τουριστικός «μαγνήτης». Πρότυπο οικολογικής συμπεριφοράς που θα γινόταν το κέντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Κι όμως αυτή η χώρα πεθαίνει εκτός από οικονομικά και κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Γιατί αυτοί που κυβέρνησαν επί δεκαετίες ολόκληρες στην πλειονότητά τους ήταν πολιτικοί-σκουπίδια. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η εξουσία, οι διορισμοί και το χρήμα. Κι έτσι, αναπόφευκτα, η Ελλάδα κατάντησε τεράστια χωματερή. Ψυχών και απορριμάτων.
Κι ακόμη και σήμερα που η ανθρωπότητα θρηνεί για τις Φιλιππίνες η φαιδρότητα στη Βουλή και στα πολιτικά τηλεοπτικά πάνελ περισσεύει.
Ούτε και σήμερα που δεκάδες χιλιάδες συνάνθρωποί μας σε μία άλλη άκρη του κόσμου πέθαναν με βίαιο τρόπο χτυπάει στις καρδιές μας ένας συναγερμός αφύπνισης. Για να συνειδητοποιήσουμε έστω και στο «παρά πέντε» ότι είμαστε τυχεροί που ζούμε σε αυτό τον πληγωμένο Παράδεισο. Δεν κινδυνεύουμε από τη φύση. Αλλά, δυστυχώς, μόνο από τις κυβερνήσεις με αυτό τον τρόπο που κυβερνούν. Και την άθλια νοοτροπία μας. Του βολέματος.
Η παραβολή με τον ζητιάνο και τον περαστικό ας είναι μια υπενθύμιση για το πού ζούμε. Ένας ζητιάνος καθόταν στην άκρη του δρόμου πάνω από τριάντα χρόνια. Μια μέρα τον πλησίασε ένας άγνωστος.
-«Μια ελεημοσύνη», ψέλλισε ο ζητιάνος απλώνοντας το καπέλο του.
-«Δεν έχω τίποτα να σου δώσω», είπε ο άγνωστος ο οποίος στη συνέχεια τον ρώτησε «πάνω σε τι κάθεσαι»;
-«Δεν είναι τίποτα», απάντησε ο ζητιάνος. «Απλώς ένα παλιόκουτο. Κάθομαι πάνω του ούτε ξέρω από πότε».
-«Κοίταξες καμιά φορά τι έχει μέσα» ρώτησε ξανά ο άγνωστος.
-«Όχι, για ποιο λόγο», είπε ο ζητιάνος.
-«Ρίξε μια ματιά», επέμεινε ο περαστικός.
Ο ζητιάνος έβγαλε το καπάκι. Με τεράστια έκπληξη και χαρά είδε πως το κουτί ήταν γεμάτο χρυσάφι!
Πολλές χιλιάδες ψυχές φτερούγισαν μέσα σε λίγα λεπτά για την κόλαση ή τον παράδεισό τους. Μωρά, παιδιά, ενήλικες και γέροντες, είδαν το φως της ζωής να σβήνει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Καταπλακωμένοι από συντρίμια, λάσπες και σίδερα.
Και να πεις ρε γαμώτο ότι όλοι αυτοί οι χιλιοβασανισμένοι άνθρωποι, πριν πεθάνουν, πρόλαβαν να ζήσουν για λίγο ευτυχισμένοι «πάει στα κομμάτια». Όμως η μοίρα, τους ήθελε να γεννηθούν μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία. Κάθε μέρα τους να είναι μία άνιση μάχη επιβίωσης. Κάθε ανάσα και χτύπος της καρδιάς τους ήταν γι’ αυτούς μια νίκη.
Κι εμείς εδώ στην Ελλάδα ζούμε στην -ίσως- πιο όμορφη χώρα της Γης. Η εικόνα είναι εναργής. Αδιάψευστη. Λίγεςς εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, μέχρι και αυτό το Σαββατοκύριακο που πέρασε, μπορούσαμε να τρώμε έξω στις αυλές και τα μπαλκόνια. Κάποιοι έκαναν μπάνιο με ευχαρίστηση στη θάλασσα. Ο ήλιος έλαμπε και στους δρόμους οι πιτσιρικάδες κυκλοφορούσαν με κοντομάνικα. Τα καλοριφέρ και τζάκια -εκτός από τη βόρειο Ελλάδα- δεν έχουν ανάψει ούτε μία φορά.
Δεν υπάρχουν σε αυτή τη χώρα τυφώνες, τσουνάμι, τροπικές καταιγίδες, κατολισθήσεις, φονικοί σεισμοί, καύσωνες, χιονοθύελλες, ανεμοστρόβιλοι, ενεργά ηφαίστεια, κυκλώνες. Λες και ο Θεός ευλόγησε αυτή την κουκίδα του παγκόσμιου χάρτη. Μας λυπήθηκε και «φρέναρε» τη φύση. Άφησε τους ίδιους τους ανθρώπους που ζούνε σε αυτό το φυσικό διαμάντι να το καταστρέψουν… Να μπαζώνουν ρέματα για να χτίσουν σπίτια. Να τσιμεντώνουν τις παραλίες για να χτίσουν βίλες και μπαρ. Να καίνε τα δάση για να κάνουν οικόπεδα. Να κόβουν ανεξέλεγκτα δέντρα για να πουλήσουν κερδοσκοπώντας την ξυλεία. Να μολύνουν τις θάλασσες χύνοντας μέσα ό,τι βάζει ο νους. Να δημιουργούν παράνομες χωματερές παντού και να ασελγούν στο περιβάλλον. Να μετατρέπουν την Ελλάδα στην πιο βρώμικη χώρα του πλανήτη πετώντας παντού σκουπίδια.
Στο δρόμο, στο φανάρι, στην παραλία, στο πάρκο, στον ακάλυπτο, στο δάσος, στο σινεμά, στο θέατρο, στο γήπεδο, στο σχολείο, στο νοσοκομείο. Να κρεμάνε στα δέντρα αδέσποτα σκυλάκια και να ρίχνουν φόλες με γυαλιά. Να δηλητηριάζουν περιστέρια. Να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα που οι εξατμίσεις βγάζουν το θάνατο. Να μην έχουν ποδηλατόδρομους ούτε για δείγμα. Να μην κάνουν ανακύκλωση ούτε στο πιο απλό, το χαρτί ή τα κουτάκια αναψυκτικών. Να σπαταλούν ασύστολα το νερό. Να χρησιμοποιούν κατά κόρον λιγνίτη και πετρέλαιο για ενέργεια.
Αυτή η χώρα έπρεπε να είναι τουριστικός «μαγνήτης». Πρότυπο οικολογικής συμπεριφοράς που θα γινόταν το κέντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Κι όμως αυτή η χώρα πεθαίνει εκτός από οικονομικά και κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Γιατί αυτοί που κυβέρνησαν επί δεκαετίες ολόκληρες στην πλειονότητά τους ήταν πολιτικοί-σκουπίδια. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η εξουσία, οι διορισμοί και το χρήμα. Κι έτσι, αναπόφευκτα, η Ελλάδα κατάντησε τεράστια χωματερή. Ψυχών και απορριμάτων.
Κι ακόμη και σήμερα που η ανθρωπότητα θρηνεί για τις Φιλιππίνες η φαιδρότητα στη Βουλή και στα πολιτικά τηλεοπτικά πάνελ περισσεύει.
Ούτε και σήμερα που δεκάδες χιλιάδες συνάνθρωποί μας σε μία άλλη άκρη του κόσμου πέθαναν με βίαιο τρόπο χτυπάει στις καρδιές μας ένας συναγερμός αφύπνισης. Για να συνειδητοποιήσουμε έστω και στο «παρά πέντε» ότι είμαστε τυχεροί που ζούμε σε αυτό τον πληγωμένο Παράδεισο. Δεν κινδυνεύουμε από τη φύση. Αλλά, δυστυχώς, μόνο από τις κυβερνήσεις με αυτό τον τρόπο που κυβερνούν. Και την άθλια νοοτροπία μας. Του βολέματος.
Η παραβολή με τον ζητιάνο και τον περαστικό ας είναι μια υπενθύμιση για το πού ζούμε. Ένας ζητιάνος καθόταν στην άκρη του δρόμου πάνω από τριάντα χρόνια. Μια μέρα τον πλησίασε ένας άγνωστος.
-«Μια ελεημοσύνη», ψέλλισε ο ζητιάνος απλώνοντας το καπέλο του.
-«Δεν έχω τίποτα να σου δώσω», είπε ο άγνωστος ο οποίος στη συνέχεια τον ρώτησε «πάνω σε τι κάθεσαι»;
-«Δεν είναι τίποτα», απάντησε ο ζητιάνος. «Απλώς ένα παλιόκουτο. Κάθομαι πάνω του ούτε ξέρω από πότε».
-«Κοίταξες καμιά φορά τι έχει μέσα» ρώτησε ξανά ο άγνωστος.
-«Όχι, για ποιο λόγο», είπε ο ζητιάνος.
-«Ρίξε μια ματιά», επέμεινε ο περαστικός.
Ο ζητιάνος έβγαλε το καπάκι. Με τεράστια έκπληξη και χαρά είδε πως το κουτί ήταν γεμάτο χρυσάφι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου