Γράφει ο υποψήφιος Περιφερειακός Διευθυντής Δρ Σπύρος Κιουλιάνης
Θεωρήθηκε, πως η διακύβευση για αυτές τις επιλογές Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης, ήταν εάν θα κυριαρχήσουν για πρώτη φορά η αξιοκρατία, η διαφάνεια, η αξιοπιστία και η αξιοπρέπεια.
Στον αντίποδα αυτής της προοπτικής κινήθηκε η ανησυχία μήπως για μία ακόμη φορά οι διαδικασίες θα βασιστούν αποκλειστικά σε πρακτικές του παρελθόντος, οι οποίες μετατρέπουν τις επιλογές σε μία αριθμητική αναμέτρηση ιδεολογικών και κομματικών παρεμβάσεων.
Ο διάλογος που αναπτύχθηκε αναφορικά με αυτές τις προοπτικές υποστηρίχθηκε και εξαντλήθηκε, τόσο σε επίπεδο Υπουργείου Παιδείας, όσο και από τη βάση των εκπαιδευτικών σε μία επιχειρηματολογία με δύο κύριες συνιστώσες.
Η μία από αυτές βασίστηκε στο επιχείρημα ότι πρόκειται για μία «καθαρή και κρυστάλλινη διαδικασία δίχως κομματικά κριτήρια» και η άλλη ότι πρόκειται για «καθαρά κομματικές επιλογές προσώπων».
Ωστόσο, τα βασικά ερωτήματα αυτών των επιλογών συνάδουν με τα διαχρονικά ερωτήματα της Πολιτικής Παιδείας της Α΄ Λυκείου: «η Πολιτεία σέβεται τους πολίτες της; επενδύει στην εμπιστοσύνη τους;».
Γιατί εάν δεν τους σέβεται και εάν δεν επενδύει στην εμπιστοσύνη τους, τότε δημιουργεί μία δυσαρμονία.
Μία δυσαρμονία η οποία όπως συμπληρώνει ο Χρήστος Γιανναράς οδηγεί στην «αντιδικία» και στην «αντιμαχία».
Και όταν είσαι, όπως χαρακτηριστικά γράφει σε αντιδικία και αντιμαχία με τον ίδιο σου τον τόπο, με τις δομές και τον τρόπο λειτουργίας και την εξουσία του, τότε αισθάνεσαι τον τόπο σου σαν απειλή.
Ωστόσο, ο λόγος αυτής της αντιδικίας και εν τέλει της αίσθησης της απουσίας σεβασμού προς τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν σε αυτή τη διαδικασία δε συνδέεται αποκλειστικά με τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών.
Αυτά, άλλωστε θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με την μία ή την άλλη από τις δύο θέσεις ή αντιθέσεις που συνόδευσαν αυτές τις επιλογές σε επίπεδο υπουργείου και βάσης.
Συνδέεται, όμως με την προκήρυξη αυτής της διαδικασίας.
Με την προκήρυξη η οποία σε καθαρά νομοθετικό πλαίσιο στηρίζεται στο Ν. 3260/2004, σύμφωνα με τον οποίο για την επιλογή των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης, λαμβάνονται υπόψη πέραν του βασικού πτυχίου και της δεκαπενταετούς υπηρεσίας τα σημαντικά επιστημονικά και διοικητικά τους προσόντα.
Συνδέεται παράλληλα με την μία από τις δύο επικρατούσες θέσεις ή αντιθέσεις αυτών των επιλογών, αυτή που έκανε λόγο για κρυστάλλινες διαδικασίες, αλλά πολύ περισσότερο συνδέεται με ένα γενικότερο πλαίσιο αναφοράς με προορισμό την ελπίδα για ένα νέο πνεύμα και ήθος για την εκπαίδευση και γενικότερα για τη δημόσια διοίκηση.
Εκείνο, λοιπόν που δημιουργεί δυσπιστία και έλλειψη εμπιστοσύνης, δεν είναι τα αποτελέσματα αλλά το κάλεσμα και οι υποσχέσεις.
Είναι ακόμη η ακύρωση του επιστημονικού και εκπαιδευτικού έργου στο βωμό των κομματικών παρεμβάσεων
. Είναι η αγωνία αξιοπρεπών ανθρώπων που συμμετέχουν σε μία διαδικασία ζητώντας μάλιστα από τους διαχειριστές αυτής της διαδικασίας οι επιλογές να είναι αξιοκρατικές.
Είναι η αδυναμία αυτών των ανθρώπων να συλλάβουν και να εξηγήσουν αυτό που τους ξεπερνά και που τόσο απλά και κυνικά υποστηρίζεται και επιβάλλεται.
Είναι αυτό που τόσο ξεκάθαρα διαφαίνεται στο έργο του Φ. Κάφκα όταν κανένας από τους υπεύθυνους που «κινούν τα ηνία» δεν ασχολείται με την προσωπική αγωνία, το ήθος την αξία, την αξιοπρέπεια και την προσφορά των άλλων.
Γιατί τελικά η Πολιτική Παιδεία δε διδάσκεται αποκλειστικά στις αίθουσες της Α΄ Λυκείου, διδάσκεται παντού και πάντοτε. Και εάν ακόμη οι αίθουσες διδασκαλίας προσφέρονται για την επίτευξη των γνωστικών στόχων του μαθήματος, η δημόσια διοίκηση και η ζωή γενικότερα προσφέρονται για την επίτευξη των μεταγνωστικών στόχων.
Των στόχων, δηλαδή, που τελικά μαθαίνουν στους μαθητές μας «πώς να μαθαίνουν» και κατά συνέπεια πώς να επιλέγουν τους περιφερειακούς διευθυντές του μέλλοντος.
Στην Πολιτική Παιδεία, λοιπόν της Α΄ Λυκείου θέτουμε από νωρίς στους μαθητές μας ένα διαχρονικό ερώτημα που θα τους συντροφεύει σε όλη τους τη ζωή.
Συνάμα, τους θέτουμε και ένα δίλημμα: Θα περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους αναζητώντας σαν τους ήρωες του Ά. Τσέχωφ, την ολοκλήρωση των ανεκπλήρωτων επιθυμιών τους και ζωντανεύοντας, στα όρια του αφηγηματικού «εγώ» του Μαρσέλ Προυστ τις προσμονές και τις απογοητεύσεις τους, ή θα ενδώσουν στο συμβιβασμό με ένα κατεστημένο, ικανό να τους οδηγήσει στην επιτυχία μέσα από την εξυπηρέτηση ιδεολογικών και κομματικών συμφερόντων;
Η διακύβευση είναι σημαντική: εάν επιλέξουν την πρώτη οδό ενδεχομένως να προσωποποιήσουν την παρωδία της ύπαρξης του Γιόζεφ Κ στη δίκη του Κάφκα και να προσπαθούν σε όλη τους τη ζωή να εξηγήσουν δίχως αποτέλεσμα το «γιατί», τη στιγμή που σε κάθε τους βήμα θα καταστρέφεται η αξιοπρέπειά τους, ενώ κανένας δεν θα είναι διατεθειμένος να ασχοληθεί μαζί τους. Εάν επιλέξουν τη δεύτερη οδό ενδεχομένως να οδηγηθούν στην επιτυχία.
Τότε, όμως και καθώς εμείς θα τους έχουμε οδηγήσει σε αυτή την επιλογή, θα έχουμε εκτραπεί από τους μεταγνωστικούς στόχους του μαθήματός μας και θα έχουμε πάψει πλέον να «πλάθομαι ανθρώπους με καθαρό στοχαστικό νου», όπως θα έλεγε και ο Αλέξανδρος Δελμούζος.
Αντιθέτως, τότε «θα πλάθομαι ανθρώπους που δεν θα είναι σε θέση να κρίνουν οι ίδιοι υπεύθυνα όσα προβλήματα παρουσιάζει η ατομική και ομαδική τους ζωή», ανθρώπους που για να πετύχουν θα έχουν μία μόνο επιλογή: «να παρασύρονται από τον πρώτο δυνατό ή δημαγωγό της ημέρας».
Δρ. Σπύρος Κιουλάνης (PostDoc Re, P.hD, M.ed, M.Sc) Διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δράμας – Υποψήφιος Περιφερειακός Διευθυντής Εκπαίδευσης 2015
Στην Πολιτική Παιδεία της Α΄ Λυκείου, καλούμε τους μαθητές μας να σκεφτούν: «γιατί οι πολίτες στη χώρα μας θεωρούν, πολλές φορές, το κράτος ξένο και εχθρικό προς αυτούς, με αποτέλεσμα οι σχέσεις τους με την πολιτεία, να χαρακτηρίζονται από δυσπιστία και έλλειψη εμπιστοσύνης».
Πρόκειται για ένα ερώτημα που χαρακτηριστικά αποτυπώνεται και στη διαπίστωση του Χρήστου Γιανναρά πως συχνά «αισθανόμαστε μια δυσαρμονία σε σχέση με τον τόπο μας, σε σημείο, μάλιστα που αυτή να μη δημιουργεί απλώς δυσκολίες, αλλά και να απορρυθμίζει τον τρόπο της ύπαρξής μας».Θεωρήθηκε, πως η διακύβευση για αυτές τις επιλογές Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης, ήταν εάν θα κυριαρχήσουν για πρώτη φορά η αξιοκρατία, η διαφάνεια, η αξιοπιστία και η αξιοπρέπεια.
Στον αντίποδα αυτής της προοπτικής κινήθηκε η ανησυχία μήπως για μία ακόμη φορά οι διαδικασίες θα βασιστούν αποκλειστικά σε πρακτικές του παρελθόντος, οι οποίες μετατρέπουν τις επιλογές σε μία αριθμητική αναμέτρηση ιδεολογικών και κομματικών παρεμβάσεων.
Ο διάλογος που αναπτύχθηκε αναφορικά με αυτές τις προοπτικές υποστηρίχθηκε και εξαντλήθηκε, τόσο σε επίπεδο Υπουργείου Παιδείας, όσο και από τη βάση των εκπαιδευτικών σε μία επιχειρηματολογία με δύο κύριες συνιστώσες.
Η μία από αυτές βασίστηκε στο επιχείρημα ότι πρόκειται για μία «καθαρή και κρυστάλλινη διαδικασία δίχως κομματικά κριτήρια» και η άλλη ότι πρόκειται για «καθαρά κομματικές επιλογές προσώπων».
Ωστόσο, τα βασικά ερωτήματα αυτών των επιλογών συνάδουν με τα διαχρονικά ερωτήματα της Πολιτικής Παιδείας της Α΄ Λυκείου: «η Πολιτεία σέβεται τους πολίτες της; επενδύει στην εμπιστοσύνη τους;».
Γιατί εάν δεν τους σέβεται και εάν δεν επενδύει στην εμπιστοσύνη τους, τότε δημιουργεί μία δυσαρμονία.
Μία δυσαρμονία η οποία όπως συμπληρώνει ο Χρήστος Γιανναράς οδηγεί στην «αντιδικία» και στην «αντιμαχία».
Και όταν είσαι, όπως χαρακτηριστικά γράφει σε αντιδικία και αντιμαχία με τον ίδιο σου τον τόπο, με τις δομές και τον τρόπο λειτουργίας και την εξουσία του, τότε αισθάνεσαι τον τόπο σου σαν απειλή.
Ωστόσο, ο λόγος αυτής της αντιδικίας και εν τέλει της αίσθησης της απουσίας σεβασμού προς τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν σε αυτή τη διαδικασία δε συνδέεται αποκλειστικά με τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών.
Αυτά, άλλωστε θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με την μία ή την άλλη από τις δύο θέσεις ή αντιθέσεις που συνόδευσαν αυτές τις επιλογές σε επίπεδο υπουργείου και βάσης.
Συνδέεται, όμως με την προκήρυξη αυτής της διαδικασίας.
Με την προκήρυξη η οποία σε καθαρά νομοθετικό πλαίσιο στηρίζεται στο Ν. 3260/2004, σύμφωνα με τον οποίο για την επιλογή των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης, λαμβάνονται υπόψη πέραν του βασικού πτυχίου και της δεκαπενταετούς υπηρεσίας τα σημαντικά επιστημονικά και διοικητικά τους προσόντα.
Συνδέεται παράλληλα με την μία από τις δύο επικρατούσες θέσεις ή αντιθέσεις αυτών των επιλογών, αυτή που έκανε λόγο για κρυστάλλινες διαδικασίες, αλλά πολύ περισσότερο συνδέεται με ένα γενικότερο πλαίσιο αναφοράς με προορισμό την ελπίδα για ένα νέο πνεύμα και ήθος για την εκπαίδευση και γενικότερα για τη δημόσια διοίκηση.
Εκείνο, λοιπόν που δημιουργεί δυσπιστία και έλλειψη εμπιστοσύνης, δεν είναι τα αποτελέσματα αλλά το κάλεσμα και οι υποσχέσεις.
Είναι ακόμη η ακύρωση του επιστημονικού και εκπαιδευτικού έργου στο βωμό των κομματικών παρεμβάσεων
. Είναι η αγωνία αξιοπρεπών ανθρώπων που συμμετέχουν σε μία διαδικασία ζητώντας μάλιστα από τους διαχειριστές αυτής της διαδικασίας οι επιλογές να είναι αξιοκρατικές.
Είναι η αδυναμία αυτών των ανθρώπων να συλλάβουν και να εξηγήσουν αυτό που τους ξεπερνά και που τόσο απλά και κυνικά υποστηρίζεται και επιβάλλεται.
Είναι αυτό που τόσο ξεκάθαρα διαφαίνεται στο έργο του Φ. Κάφκα όταν κανένας από τους υπεύθυνους που «κινούν τα ηνία» δεν ασχολείται με την προσωπική αγωνία, το ήθος την αξία, την αξιοπρέπεια και την προσφορά των άλλων.
Γιατί τελικά η Πολιτική Παιδεία δε διδάσκεται αποκλειστικά στις αίθουσες της Α΄ Λυκείου, διδάσκεται παντού και πάντοτε. Και εάν ακόμη οι αίθουσες διδασκαλίας προσφέρονται για την επίτευξη των γνωστικών στόχων του μαθήματος, η δημόσια διοίκηση και η ζωή γενικότερα προσφέρονται για την επίτευξη των μεταγνωστικών στόχων.
Των στόχων, δηλαδή, που τελικά μαθαίνουν στους μαθητές μας «πώς να μαθαίνουν» και κατά συνέπεια πώς να επιλέγουν τους περιφερειακούς διευθυντές του μέλλοντος.
Στην Πολιτική Παιδεία, λοιπόν της Α΄ Λυκείου θέτουμε από νωρίς στους μαθητές μας ένα διαχρονικό ερώτημα που θα τους συντροφεύει σε όλη τους τη ζωή.
Συνάμα, τους θέτουμε και ένα δίλημμα: Θα περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους αναζητώντας σαν τους ήρωες του Ά. Τσέχωφ, την ολοκλήρωση των ανεκπλήρωτων επιθυμιών τους και ζωντανεύοντας, στα όρια του αφηγηματικού «εγώ» του Μαρσέλ Προυστ τις προσμονές και τις απογοητεύσεις τους, ή θα ενδώσουν στο συμβιβασμό με ένα κατεστημένο, ικανό να τους οδηγήσει στην επιτυχία μέσα από την εξυπηρέτηση ιδεολογικών και κομματικών συμφερόντων;
Η διακύβευση είναι σημαντική: εάν επιλέξουν την πρώτη οδό ενδεχομένως να προσωποποιήσουν την παρωδία της ύπαρξης του Γιόζεφ Κ στη δίκη του Κάφκα και να προσπαθούν σε όλη τους τη ζωή να εξηγήσουν δίχως αποτέλεσμα το «γιατί», τη στιγμή που σε κάθε τους βήμα θα καταστρέφεται η αξιοπρέπειά τους, ενώ κανένας δεν θα είναι διατεθειμένος να ασχοληθεί μαζί τους. Εάν επιλέξουν τη δεύτερη οδό ενδεχομένως να οδηγηθούν στην επιτυχία.
Τότε, όμως και καθώς εμείς θα τους έχουμε οδηγήσει σε αυτή την επιλογή, θα έχουμε εκτραπεί από τους μεταγνωστικούς στόχους του μαθήματός μας και θα έχουμε πάψει πλέον να «πλάθομαι ανθρώπους με καθαρό στοχαστικό νου», όπως θα έλεγε και ο Αλέξανδρος Δελμούζος.
Αντιθέτως, τότε «θα πλάθομαι ανθρώπους που δεν θα είναι σε θέση να κρίνουν οι ίδιοι υπεύθυνα όσα προβλήματα παρουσιάζει η ατομική και ομαδική τους ζωή», ανθρώπους που για να πετύχουν θα έχουν μία μόνο επιλογή: «να παρασύρονται από τον πρώτο δυνατό ή δημαγωγό της ημέρας».
Δρ. Σπύρος Κιουλάνης (PostDoc Re, P.hD, M.ed, M.Sc) Διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δράμας – Υποψήφιος Περιφερειακός Διευθυντής Εκπαίδευσης 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου