ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Σε μια Δημοκρατία ο καθένας έχει δικαίωμα να αρθρώνει δημόσιο λόγο. Από τον καθηγητή συνταγματικού δικαίου που δίνει τις δικές του ερμηνείες, τον οικονομολόγο που προλέγει το μέλλον, τον σεισμολόγο που έχει προβλέψει το παρελθόν ώς τον επαγγελματία φοιτητή που έχει καταλάβει το πανεπιστήμιο, τον οδηγό ταξί, τον φαρμακοποιό και τον αρτοποιό. Η πρόσβαση στο δημόσιο βήμα είναι ελεύθερη ακόμη και για ανθρώπους σαν τον Κουφοντίνα, τους αδελφούς Ξηρού, και δεν απαιτεί ούτε πιστοποιητικό στοιχειώδους νοημοσύνης, ούτε καν τη βάση του δέκα στην αξιολόγηση της μόρφωσης ή της ηθικής ακεραιότητας. Οταν κάποιος σχολιαστής εξηγεί πώς κατά τη γνώμη του εξαφανίστηκε το μπόινγκ των Μαλαισιανών αερογραμμών και στηλιτεύει όσους διεξάγουν τις έρευνες γιατί δεν πάνε δεξιότερα όπως ο Κουροπάτκιν, δεν χρειάζεται να εξηγήσει πώς τα ξέρει όλ’ αυτά και πού τα έμαθε. Φτάνει που κατέχει το δημόσιο βήμα και μπορεί να καλύψει το κενό της σιωπής. Οπως η Φύση δεν ανέχεται το κενό, έτσι και το δημόσιο βήμα δεν ανέχεται τη σιωπή.
Οι σκέψεις αυτές μου ήρθαν στο μυαλό με αφορμή, και πάλι, το πόνημα του Δημήτρη Κουφοντίνα. Τα ουσιώδη τα είπα ήδη. Πιστεύω ότι το έργο αυτό είναι ανήθικο γιατί ο μόνος λόγος που μας απασχολεί είναι επειδή ο συγγραφέας του έχει σταδιοδρομήσει ως δολοφόνος κατά συρροήν. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι η εμπορική του επιτυχία δεν οφείλεται σε τίποτε παραπάνω από μια περιέργεια του κοινού, αντίστοιχη με αυτήν που ενεργοποιείται στις περιπτώσεις της καθαρής πορνογραφίας. Και για να το πω και μια ακόμη φορά: ο καθένας έχει δικαίωμα να γράφει και να εκδίδει ό,τι θέλει. Η ηθική και η αισθητική είναι πολύ σοβαρές, και πολύπλοκες, υποθέσεις ώστε να τις εμπιστευθεί το κοινωνικό σύνολο σε νομοθεσίες και αστυνομίες. Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω. Διότι από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζουν τα ουσιαστικά προβλήματα.
Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να αρθρώνει δημόσιο λόγο, αυτό σημαίνει ότι κάθε δημόσιος λόγος που αρθρώνεται έχει την ίδια αξία, πρέπει να τον πάρεις εξίσου στα σοβαρά; Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια προφητεία του γέροντος Παϊσίου, τη διαβεβαίωση κάποιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα γίνει κοινωνική εξέγερση σε δύο μήνες, τρεις ημέρες και δεκαπέντε ώρες και τη διαβεβαίωση κάποιου κυβερνητικού στελέχους ότι η ανάπτυξη καλπάζει κοντά στα σύνορα της χώρας και εντός ολίγου θα περάσει στην επικράτεια; Και ποιο είναι το αξιακό σύστημα βάσει του οποίου θα μπορέσεις να κρίνεις την αξία του δημοσίου λόγου; Είναι η μόρφωση; Είναι η ευφυΐα; Είναι η αποτελεσματικότητα, η χρησιμότητα, το ωφέλιμον ή το ανώφελο;
Θεωρώ ότι ένα από τα προβλήματα της δημοκρατίας μας, ίσως το πιο καίριο, είναι η αδυναμία μας να κρίνουμε τον δημόσιο λόγο. Το αποτέλεσμα είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού: οι απόψεις που διατυπώνονται δεν υποβάλλονται στην κρίση των αποδεκτών τους. Απλώς διατυπώνονται για να καλύψουν το κενό της σιωπής. Μια αγόρευση στη Βουλή δεν διαφέρει και πολύ σε κύρος και σε βάρος από μια ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Και ο νεόπλουτος σχολιογράφος που διάβασε μισό Μπουρντιέ και ένα τέταρτο Τσόμσκι με ολίγη από Φουκώ νομίζει ότι, επειδή χειρίζεται το τεχνικό τους λεξιλόγιο παράγει πολιτική σκέψη εκεί που οι άλλοι απλώς δημοσιολογούν. Πόσα χρωστάει η συλλογική μας κατάθλιψη στον ισοπεδωμένο δημόσιο λόγο, δεν μπορώ να το κρίνω. Υποθέτω πολλά, πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε.
Στους καιρούς της ευμάρειας ό,τι έλαμπε ήταν χρυσός. Το καρακιτσάτο κοστούμι του life style, αν έφερε υπογραφή και κόστιζε μισό διαμέρισμα, ήταν δίπλωμα επιτυχίας. Η δημοκρατία μας δεν είχε άλλες απαιτήσεις από τους πολίτες της. Είναι ζήτημα παιδείας; Αρκεί κάποτε να μπορέσουμε να συζητήσουμε, χωρίς απαραιτήτως να συμφωνήσουμε, τι σημαίνει αυτή η λέξη.
Σε μια Δημοκρατία ο καθένας έχει δικαίωμα να αρθρώνει δημόσιο λόγο. Από τον καθηγητή συνταγματικού δικαίου που δίνει τις δικές του ερμηνείες, τον οικονομολόγο που προλέγει το μέλλον, τον σεισμολόγο που έχει προβλέψει το παρελθόν ώς τον επαγγελματία φοιτητή που έχει καταλάβει το πανεπιστήμιο, τον οδηγό ταξί, τον φαρμακοποιό και τον αρτοποιό. Η πρόσβαση στο δημόσιο βήμα είναι ελεύθερη ακόμη και για ανθρώπους σαν τον Κουφοντίνα, τους αδελφούς Ξηρού, και δεν απαιτεί ούτε πιστοποιητικό στοιχειώδους νοημοσύνης, ούτε καν τη βάση του δέκα στην αξιολόγηση της μόρφωσης ή της ηθικής ακεραιότητας. Οταν κάποιος σχολιαστής εξηγεί πώς κατά τη γνώμη του εξαφανίστηκε το μπόινγκ των Μαλαισιανών αερογραμμών και στηλιτεύει όσους διεξάγουν τις έρευνες γιατί δεν πάνε δεξιότερα όπως ο Κουροπάτκιν, δεν χρειάζεται να εξηγήσει πώς τα ξέρει όλ’ αυτά και πού τα έμαθε. Φτάνει που κατέχει το δημόσιο βήμα και μπορεί να καλύψει το κενό της σιωπής. Οπως η Φύση δεν ανέχεται το κενό, έτσι και το δημόσιο βήμα δεν ανέχεται τη σιωπή.
Οι σκέψεις αυτές μου ήρθαν στο μυαλό με αφορμή, και πάλι, το πόνημα του Δημήτρη Κουφοντίνα. Τα ουσιώδη τα είπα ήδη. Πιστεύω ότι το έργο αυτό είναι ανήθικο γιατί ο μόνος λόγος που μας απασχολεί είναι επειδή ο συγγραφέας του έχει σταδιοδρομήσει ως δολοφόνος κατά συρροήν. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι η εμπορική του επιτυχία δεν οφείλεται σε τίποτε παραπάνω από μια περιέργεια του κοινού, αντίστοιχη με αυτήν που ενεργοποιείται στις περιπτώσεις της καθαρής πορνογραφίας. Και για να το πω και μια ακόμη φορά: ο καθένας έχει δικαίωμα να γράφει και να εκδίδει ό,τι θέλει. Η ηθική και η αισθητική είναι πολύ σοβαρές, και πολύπλοκες, υποθέσεις ώστε να τις εμπιστευθεί το κοινωνικό σύνολο σε νομοθεσίες και αστυνομίες. Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω. Διότι από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζουν τα ουσιαστικά προβλήματα.
Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να αρθρώνει δημόσιο λόγο, αυτό σημαίνει ότι κάθε δημόσιος λόγος που αρθρώνεται έχει την ίδια αξία, πρέπει να τον πάρεις εξίσου στα σοβαρά; Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια προφητεία του γέροντος Παϊσίου, τη διαβεβαίωση κάποιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα γίνει κοινωνική εξέγερση σε δύο μήνες, τρεις ημέρες και δεκαπέντε ώρες και τη διαβεβαίωση κάποιου κυβερνητικού στελέχους ότι η ανάπτυξη καλπάζει κοντά στα σύνορα της χώρας και εντός ολίγου θα περάσει στην επικράτεια; Και ποιο είναι το αξιακό σύστημα βάσει του οποίου θα μπορέσεις να κρίνεις την αξία του δημοσίου λόγου; Είναι η μόρφωση; Είναι η ευφυΐα; Είναι η αποτελεσματικότητα, η χρησιμότητα, το ωφέλιμον ή το ανώφελο;
Θεωρώ ότι ένα από τα προβλήματα της δημοκρατίας μας, ίσως το πιο καίριο, είναι η αδυναμία μας να κρίνουμε τον δημόσιο λόγο. Το αποτέλεσμα είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού: οι απόψεις που διατυπώνονται δεν υποβάλλονται στην κρίση των αποδεκτών τους. Απλώς διατυπώνονται για να καλύψουν το κενό της σιωπής. Μια αγόρευση στη Βουλή δεν διαφέρει και πολύ σε κύρος και σε βάρος από μια ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Και ο νεόπλουτος σχολιογράφος που διάβασε μισό Μπουρντιέ και ένα τέταρτο Τσόμσκι με ολίγη από Φουκώ νομίζει ότι, επειδή χειρίζεται το τεχνικό τους λεξιλόγιο παράγει πολιτική σκέψη εκεί που οι άλλοι απλώς δημοσιολογούν. Πόσα χρωστάει η συλλογική μας κατάθλιψη στον ισοπεδωμένο δημόσιο λόγο, δεν μπορώ να το κρίνω. Υποθέτω πολλά, πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε.
Στους καιρούς της ευμάρειας ό,τι έλαμπε ήταν χρυσός. Το καρακιτσάτο κοστούμι του life style, αν έφερε υπογραφή και κόστιζε μισό διαμέρισμα, ήταν δίπλωμα επιτυχίας. Η δημοκρατία μας δεν είχε άλλες απαιτήσεις από τους πολίτες της. Είναι ζήτημα παιδείας; Αρκεί κάποτε να μπορέσουμε να συζητήσουμε, χωρίς απαραιτήτως να συμφωνήσουμε, τι σημαίνει αυτή η λέξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου