Γράφει: η Άτροπος
Η περίπτωση του Μιχάλη Λιάπη πρέπει να διδάσκεται στις επόμενες γενιές
ως παράδειγμα (προς αποφυγήν) ενός πριγκηπόπουλου της πολιτικής, που δε
χρειάστηκε να δουλέψει ούτε μια μέρα στη ζωή του, που δεν πάλεψε για να
αποδείξει σε κανέναν τίποτα πριν γίνει βουλευτής και υπουργός, και όμως
κατάφερε να τα γκρεμίσει όλα με την ίδια άνεση και να βυθιστεί στη
δημόσια περιφρόνηση…
Τι να πεις για κάποιον που ήταν στην πιο εμβληματική φωτογραφία της Μεταπολίτευσης; Τη στιγμή που κατεβαίνει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το αεροπλάνο το 1974, επιστρέφοντας από την αυτοεξορία του Παρισιού για να ορκιστεί πρωθυπουργός, πίσω του στις σκάλες διακρίνονται ο Παναγιώτης Λαμπρίας και ο Μιχάλης Λιάπης -αγαπημένος του ανηψιός.
Με μόνη αυτή του την ιδιότητα (του ανηψιού) ορίζεται διευθυντής του γραφείου του παντοδύναμου Καραμανλή, απ’ όπου λύνει και δένει. Έχει, όμως, ένα μειονέκτημα: δε λέγεται Καραμανλής.
«Έχω το λάθος επώνυμο, για αυτό δεν κατάφερα να γίνω το 1997 αρχηγός της ΝΔ», έλεγε σε όλους, μη έχοντας την παραμικρή αμφιβολία ότι το εδικαιούτο.
Πάντα θεωρούσε, άλλωστε, «παρακατιανό» τον εξάδελφό του, Κώστα Καραμανλή, που είχε το «σωστό» ονοματεπώνυμο και έγινε (επίσης από το πουθενά) αρχηγός της ΝΔ και πρωθυπουργός επί 5,5 χρόνια…
Πολύ πριν από τη μάχη της διαδοχής στη ΝΔ, ωστόσο, ο Λιάπης συμπεριφερόταν σαν το κράτος να του οφείλει! Και, πάντως, σα να μην επρόκειτο να τον ελέγξει ποτέ.
Έτσι από το 1992-1993, βουλευτής και υφυπουργός στην κυβέρνηση Κων/νου Μητσοτάκη ων, έπαιρνε κοινοτικά κονδύλια για να ανακαινίσει δήθεν έναν ξενώνα στο Καρπενήσι -και τα λεφτά τα διέθετε για την προσωπική του εξοχική έπαυλη!
Πόσα;
Δέκα εκατομύρια δραχμές, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή εκείνη.
Τώρα αποκαλύπτονται όλα και η μπόχα πνίγει τη χώρα.
Εδώ, θα πείτε, είχε φτιάξει πλαστές πινακίδες για να μην πληρώνει τέλη κυκλοφορίας, όπως κάνουν οι «ανόητοι» Έλληνες, στα κοινοτικά κονδύλια θα κόλλαγε;
Κι αυτό σωστό…
Ο Μιχάλης Λιάπης δε φοβόταν κανέναν, διότι ένιωθε «πορφυρογέννητος».
Ποιος νόμος θα τον εμπόδιζε να κάνει ό,τι ήθελε; Ποιος θα έδινε ποτέ εντολή να τον ελέγξουν;
Κανένας απολύτως.
Οπότε όλοι οι δρόμοι έδειχναν ανοιχτοί.
Θα ρωτήσει κανείς: Μα μόνο ο Λιάπης συμπεριφέρθηκε έτσι και «σταυρώνεται» τώρα;
Προφανώς δεν είναι ο μόνος.
Η βεβαιότητα της ατιμωρησίας διέτρεχε όλο το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης.
Και όχι μόνο υπουργούς και βουλευτών.
Αλλά και τα στελέχη των γραφείων τους, καθώς και τους ανώτερους και ανώτατους κρατικούς υπαλλλήλους.
Με δυο λόγια; Όποιος μπορούσε να τα πάρει τα έπαιρνε.
Χωρίς τύψεις και χωρίς φόβο.
Χρειάστηκε να χρεοκοπήσει η χώρα για να αρχίσουν να ανοίγουν φάκελλοι και στόματα.
Και να βγουν στο φως οι κάθε λογής Λιάπηδες της Μεταπολίτευσης.
Από τα μεγάλα «ψάρια», που έφαγαν πολλά εκατομμύρια ευρώ, έως τον πραγματικό Μιχάλη Λιάπη, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας θλιβερός «ψιλικατζής»…
Τι να πεις για κάποιον που ήταν στην πιο εμβληματική φωτογραφία της Μεταπολίτευσης; Τη στιγμή που κατεβαίνει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το αεροπλάνο το 1974, επιστρέφοντας από την αυτοεξορία του Παρισιού για να ορκιστεί πρωθυπουργός, πίσω του στις σκάλες διακρίνονται ο Παναγιώτης Λαμπρίας και ο Μιχάλης Λιάπης -αγαπημένος του ανηψιός.
Με μόνη αυτή του την ιδιότητα (του ανηψιού) ορίζεται διευθυντής του γραφείου του παντοδύναμου Καραμανλή, απ’ όπου λύνει και δένει. Έχει, όμως, ένα μειονέκτημα: δε λέγεται Καραμανλής.
«Έχω το λάθος επώνυμο, για αυτό δεν κατάφερα να γίνω το 1997 αρχηγός της ΝΔ», έλεγε σε όλους, μη έχοντας την παραμικρή αμφιβολία ότι το εδικαιούτο.
Πάντα θεωρούσε, άλλωστε, «παρακατιανό» τον εξάδελφό του, Κώστα Καραμανλή, που είχε το «σωστό» ονοματεπώνυμο και έγινε (επίσης από το πουθενά) αρχηγός της ΝΔ και πρωθυπουργός επί 5,5 χρόνια…
Πολύ πριν από τη μάχη της διαδοχής στη ΝΔ, ωστόσο, ο Λιάπης συμπεριφερόταν σαν το κράτος να του οφείλει! Και, πάντως, σα να μην επρόκειτο να τον ελέγξει ποτέ.
Έτσι από το 1992-1993, βουλευτής και υφυπουργός στην κυβέρνηση Κων/νου Μητσοτάκη ων, έπαιρνε κοινοτικά κονδύλια για να ανακαινίσει δήθεν έναν ξενώνα στο Καρπενήσι -και τα λεφτά τα διέθετε για την προσωπική του εξοχική έπαυλη!
Πόσα;
Δέκα εκατομύρια δραχμές, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή εκείνη.
Τώρα αποκαλύπτονται όλα και η μπόχα πνίγει τη χώρα.
Εδώ, θα πείτε, είχε φτιάξει πλαστές πινακίδες για να μην πληρώνει τέλη κυκλοφορίας, όπως κάνουν οι «ανόητοι» Έλληνες, στα κοινοτικά κονδύλια θα κόλλαγε;
Κι αυτό σωστό…
Ο Μιχάλης Λιάπης δε φοβόταν κανέναν, διότι ένιωθε «πορφυρογέννητος».
Ποιος νόμος θα τον εμπόδιζε να κάνει ό,τι ήθελε; Ποιος θα έδινε ποτέ εντολή να τον ελέγξουν;
Κανένας απολύτως.
Οπότε όλοι οι δρόμοι έδειχναν ανοιχτοί.
Θα ρωτήσει κανείς: Μα μόνο ο Λιάπης συμπεριφέρθηκε έτσι και «σταυρώνεται» τώρα;
Προφανώς δεν είναι ο μόνος.
Η βεβαιότητα της ατιμωρησίας διέτρεχε όλο το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης.
Και όχι μόνο υπουργούς και βουλευτών.
Αλλά και τα στελέχη των γραφείων τους, καθώς και τους ανώτερους και ανώτατους κρατικούς υπαλλλήλους.
Με δυο λόγια; Όποιος μπορούσε να τα πάρει τα έπαιρνε.
Χωρίς τύψεις και χωρίς φόβο.
Χρειάστηκε να χρεοκοπήσει η χώρα για να αρχίσουν να ανοίγουν φάκελλοι και στόματα.
Και να βγουν στο φως οι κάθε λογής Λιάπηδες της Μεταπολίτευσης.
Από τα μεγάλα «ψάρια», που έφαγαν πολλά εκατομμύρια ευρώ, έως τον πραγματικό Μιχάλη Λιάπη, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας θλιβερός «ψιλικατζής»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου