Τάσος Φούντογλου από Aixmi.gr
Για να καταλάβεις την ελληνική πραγματικότητα πρέπει να απομακρυνθείς με κάποιον τρόπο από αυτήν. Να λάβεις τις απαραίτητες αποστάσεις, να απογαλακτιστείς από τη διάχυτη νεοελληνική μιζέρια, που καταστρέφει καθημερινά όποιο εγκεφαλικό κύτταρο τολμήσει να σκεφτεί λιγάκι διαφορετικά και να αρθρώσει έναν αντίλογο, και {να σταματήσεις να δηλητηριάζεσαι με κάθε ευκαιρία} από αυτό το γνωστό, πλήν ασύγγνωστο, που μονίμως ακούγεται από τα στόματα όλων «έλα μωρέ, δεν γίνονται αυτά στο Ελλάντα». Και με επτά λέξεις ξεμπερδεύει μια ολόκληρη χώρα από τις ενοχές της και την υποχρέωσή της να τα αλλάξει όλα, σε αυτό το μικρό μπουρδέλο με τις εκατοντάδες αποχρώσεις του κόκκινου έξω από τις μεγαλοπρεπείς του θύρες.
Η σύγκριση, φίλε μου. Αυτή η πόρνη που ξεμπροστιάζει τους μύθους, με τους οποίους μάθαμε να ζούμε. Φεύγεις από την πιο ερωτική πόλη του κόσμου, την καλλονή του Θερμαϊκού, τη Θεσσαλονική, πας μια βόλτα στη Βαρκελώνη, μια πρώην βιομηχανική πόλη που αξιοποίησε στο έπακρο έναν Γκαουντί, μια Μπαρτσελόνα και κάτι Ολυμπιακούς Αγώνες, και όταν επιστρέφεις στην πόλη του έρωτα βλέπεις όλη την ασχήμια να ξεδιπλώνεται μπροστά σου, αντάμα με τον ΜΠΑΟΚ της καρδιάς σου, τα τριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα και τους ξεχειλισμένους κάδους από τα υπολείμματα της «φτώχειας» μας.
Αυτή η καταραμένη σύγκριση. Έρχεσαι στην Κύπρο, μια κατατρεγμένη γωνιά αυτού του έθνους, και αντιλαμβάνεσαι την παπάτζα που σε ταΐζουν τόσα χρόνια οι γραμματείς και οι φαρισαίοι των εθνικών όσιων και ιερών σου. 8.500 ξένοι φοιτητές να σπουδάζουν στα Πανεπίστημιά της (διωτικά και δημόσια), μια ολόκληρη «βιομηχανία» να βρίσκεται στα σπάργανα και συνάλλαγμα να εισρέει σε μια χώρα, που αντιλήφθηκε πως το αεριτζίδικο χρήμα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών κάποτε μπορεί και να τελειώσει . Χώροι προσεγμένοι, πρόσωπα καθαρά, προσπάθειες αναβάθμισης σε όλους τους τομείς του επιστητού. Όχι. Τη βιτρίνα βλέπω, εννοείται, και δεν ξέρω τα του παρασκηνίου. Αλλά, εμείς ρε φίλε, ούτε μια βιτρίνα της προκοπής δεν μπορέσαμε να στήσουμε τόσα χρόνια. Έστω στην λογική του θεαθήναι και ας γίνεται από πίσω της ιερόδουλης το κάγκελο.
Αντιθέτως βρωμιά και δυσωδία παντού. Μετριότητα και ευνοιοκρατία. Τσιφλίκια και αλληλοφαγωμάρα. Γιατί αυτός και όχι εγώ; Ποιος εισαι εσύ, άκου εμένα να σου πω. Τίνος παιδί είσαι εσύ, τουτέστιν αν ξέρω τον πατέρα σου μπορεί και να την βρούμε την άκρη. Με εμάς είσαι ή με τους άλλους, την πάτησες γιατί εμείς ανήκουμε στους άλλους! Τις ξέρω τις αριστείες και τις διακρίσεις των μεμονωμένων λίγων. Βαρέθηκα, όμως, μια ζωή να βλέπω τις εξαιρέσεις αυτές να αποτελούνε το άλλοθι του θλιβερού κανόνα!
Μια χώρα χαμένη στον γενικευμένο αυτισμό της. Στο περιούσιο και το ανάδελφο, στις συνωμοσίες και τις θεωρίες του ωραίου, ως Έλληνα, Λιακόπουλου . Μια χώρα ανίκανη να κοιταχτεί στον καθρεφτή και να αντικρίσει, επιτέλους, το θερσίτειο είδωλο του νεόπλουτου τραχανοπλαγιά, που την είδε αίφνης αστός και Ευρωπαίος. Με τη μόνιμη διαστροφή να ψάχνει τράγους, μήπως και τους φορτώσει με «ένα νόμο ένα άρθρο» όλες τις αμαρτίες και τις ανεπάρκειες του παρελθόντος της και καθαγιασμένη και με ήρεμη τη συνείδησή της να μπορέσει να στραφεί στους νέους σωτήρες, μήπως και τη σώσουν.
Και έρχονται οι τελευταίοι, θλιβερές καρικατούρες μιας άλλης εποχής, και ζητάνε πάλι βουλευτικά αυτοκίνητα, αστυνομικές προστασίες και εξουσιαστικά χαϊλίκια, την ίδια στιγμή που ο αρχηγός τους εξαγγέλει την κατάργησή τους.
Και εσύ κοιτάς! Χάχας είσαι και κοιτάς! Και περιμένεις με ανάσες αξιοπρέπειας να ξαναστήσεις μια χώρα βουτηγμένη στην αναξιοπρέπεια του παρασιτισμού και της γενικευμένης λαμογιάς. Πανεπιστήμια διαλυμένα. Αυτοδιοίκηση εγκλωβισμένη στον ρόλο του θυρωρού και του μπροστάρη στους χορούς και τα πανηγύρια. Επιχειρηματικότητα των αεριτζήδων, των εργολάβων και των μεγαλοεισαγωγέων. Πρωτογενής τομέας γεμάτος εμμονές επιχορηγήσεων, επιδοτήσεων και κρατικών ενισχύσεων. Δευτερογενής τομέας ανύπαρκτος. Καταναλωτές να φαντασιώνονται πως είναι δυνατόν η ελληνική μυζηθρα να κατακλύσει τις παγκόσμιες αγορές και να φέρει πραγματικό πλούτο στην χώρα μας και αυτοί να θεμελιώνουν και να υπερασπίζονται το δικαίωμα στο γκούντα και το ελβετικό τυρί. Χιλιάδες καλοπερασάκηδες, συνταξιούχοι των πενήντα, ονειροπόλοι πτυχιούχοι της Φιλοσοφικής που περιμένουν το κράτος να στήσει ακαδημίες του Πλάτωνα για να τους προσλάβει, μικροί και μεγάλοι εγωιστές που δεν μπορούν να συνεργαστούν και να μεγαλουργήσουν.
Μια χώρα για τα μπάζα. Που δεν πάραγει τίποτα και έχει την ψευδαίσθηση του δικαιώματος στον δυτικό τρόπο ζωής. Που η οικονομία της είναι για τα πανηγύρια και αυτή επιμένει να διεκδικεί θέσεις στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης και να μυξοκλαίει» όταν οι βάρβαροι την αποπαίρνουν. Που έχει διαλύσει όλες τις παραγωγικές της δομές και έχει γεμίσει τους περιφερειακούς με ΙΚΕΑ, PRAKTIKER και παιχνιδάδικα κινέζικων παιδικών παραμυθιών και, όμως, φαντασιώνεται πως με κάποιον τρόπο θα ξαναρχίσει να τα κονομάει και άντε πάλι «βουρ στον πατσά». Που ψηφίζει σούργελα και πρωτοπαλίκαρα της φάπας και αξιώνει να τη σέβονται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Που δεν έχει τη μαγκιά να αποδεχτεί το προβάδισμα της αξίας του ικανού και μονίμως προσπαθεί να προβιβάσει με κάθε μέσο τα παιδιά της. Στη λογική της πέρδικας και της κουκουβάγιας που βλέπουν πάντα τα δικά τους για τα ομορφότερα του κόσμου!
Είμαστε μια χώρα για τα μπάζα. Και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε τόσο πιο γρήγορα θα βγούμε από την κρίση. Και που “σαι! Τη χώρα αυτή όσο την αγαπάς εσύ άλλο τόσο την αγαπάω και εγώ. Γιαυτό τσιμουδιά και πάμε στο δια ταύτα!
Για να καταλάβεις την ελληνική πραγματικότητα πρέπει να απομακρυνθείς με κάποιον τρόπο από αυτήν. Να λάβεις τις απαραίτητες αποστάσεις, να απογαλακτιστείς από τη διάχυτη νεοελληνική μιζέρια, που καταστρέφει καθημερινά όποιο εγκεφαλικό κύτταρο τολμήσει να σκεφτεί λιγάκι διαφορετικά και να αρθρώσει έναν αντίλογο, και {να σταματήσεις να δηλητηριάζεσαι με κάθε ευκαιρία} από αυτό το γνωστό, πλήν ασύγγνωστο, που μονίμως ακούγεται από τα στόματα όλων «έλα μωρέ, δεν γίνονται αυτά στο Ελλάντα». Και με επτά λέξεις ξεμπερδεύει μια ολόκληρη χώρα από τις ενοχές της και την υποχρέωσή της να τα αλλάξει όλα, σε αυτό το μικρό μπουρδέλο με τις εκατοντάδες αποχρώσεις του κόκκινου έξω από τις μεγαλοπρεπείς του θύρες.
Η σύγκριση, φίλε μου. Αυτή η πόρνη που ξεμπροστιάζει τους μύθους, με τους οποίους μάθαμε να ζούμε. Φεύγεις από την πιο ερωτική πόλη του κόσμου, την καλλονή του Θερμαϊκού, τη Θεσσαλονική, πας μια βόλτα στη Βαρκελώνη, μια πρώην βιομηχανική πόλη που αξιοποίησε στο έπακρο έναν Γκαουντί, μια Μπαρτσελόνα και κάτι Ολυμπιακούς Αγώνες, και όταν επιστρέφεις στην πόλη του έρωτα βλέπεις όλη την ασχήμια να ξεδιπλώνεται μπροστά σου, αντάμα με τον ΜΠΑΟΚ της καρδιάς σου, τα τριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα και τους ξεχειλισμένους κάδους από τα υπολείμματα της «φτώχειας» μας.
Αυτή η καταραμένη σύγκριση. Έρχεσαι στην Κύπρο, μια κατατρεγμένη γωνιά αυτού του έθνους, και αντιλαμβάνεσαι την παπάτζα που σε ταΐζουν τόσα χρόνια οι γραμματείς και οι φαρισαίοι των εθνικών όσιων και ιερών σου. 8.500 ξένοι φοιτητές να σπουδάζουν στα Πανεπίστημιά της (διωτικά και δημόσια), μια ολόκληρη «βιομηχανία» να βρίσκεται στα σπάργανα και συνάλλαγμα να εισρέει σε μια χώρα, που αντιλήφθηκε πως το αεριτζίδικο χρήμα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών κάποτε μπορεί και να τελειώσει . Χώροι προσεγμένοι, πρόσωπα καθαρά, προσπάθειες αναβάθμισης σε όλους τους τομείς του επιστητού. Όχι. Τη βιτρίνα βλέπω, εννοείται, και δεν ξέρω τα του παρασκηνίου. Αλλά, εμείς ρε φίλε, ούτε μια βιτρίνα της προκοπής δεν μπορέσαμε να στήσουμε τόσα χρόνια. Έστω στην λογική του θεαθήναι και ας γίνεται από πίσω της ιερόδουλης το κάγκελο.
Αντιθέτως βρωμιά και δυσωδία παντού. Μετριότητα και ευνοιοκρατία. Τσιφλίκια και αλληλοφαγωμάρα. Γιατί αυτός και όχι εγώ; Ποιος εισαι εσύ, άκου εμένα να σου πω. Τίνος παιδί είσαι εσύ, τουτέστιν αν ξέρω τον πατέρα σου μπορεί και να την βρούμε την άκρη. Με εμάς είσαι ή με τους άλλους, την πάτησες γιατί εμείς ανήκουμε στους άλλους! Τις ξέρω τις αριστείες και τις διακρίσεις των μεμονωμένων λίγων. Βαρέθηκα, όμως, μια ζωή να βλέπω τις εξαιρέσεις αυτές να αποτελούνε το άλλοθι του θλιβερού κανόνα!
Μια χώρα χαμένη στον γενικευμένο αυτισμό της. Στο περιούσιο και το ανάδελφο, στις συνωμοσίες και τις θεωρίες του ωραίου, ως Έλληνα, Λιακόπουλου . Μια χώρα ανίκανη να κοιταχτεί στον καθρεφτή και να αντικρίσει, επιτέλους, το θερσίτειο είδωλο του νεόπλουτου τραχανοπλαγιά, που την είδε αίφνης αστός και Ευρωπαίος. Με τη μόνιμη διαστροφή να ψάχνει τράγους, μήπως και τους φορτώσει με «ένα νόμο ένα άρθρο» όλες τις αμαρτίες και τις ανεπάρκειες του παρελθόντος της και καθαγιασμένη και με ήρεμη τη συνείδησή της να μπορέσει να στραφεί στους νέους σωτήρες, μήπως και τη σώσουν.
Και έρχονται οι τελευταίοι, θλιβερές καρικατούρες μιας άλλης εποχής, και ζητάνε πάλι βουλευτικά αυτοκίνητα, αστυνομικές προστασίες και εξουσιαστικά χαϊλίκια, την ίδια στιγμή που ο αρχηγός τους εξαγγέλει την κατάργησή τους.
Και εσύ κοιτάς! Χάχας είσαι και κοιτάς! Και περιμένεις με ανάσες αξιοπρέπειας να ξαναστήσεις μια χώρα βουτηγμένη στην αναξιοπρέπεια του παρασιτισμού και της γενικευμένης λαμογιάς. Πανεπιστήμια διαλυμένα. Αυτοδιοίκηση εγκλωβισμένη στον ρόλο του θυρωρού και του μπροστάρη στους χορούς και τα πανηγύρια. Επιχειρηματικότητα των αεριτζήδων, των εργολάβων και των μεγαλοεισαγωγέων. Πρωτογενής τομέας γεμάτος εμμονές επιχορηγήσεων, επιδοτήσεων και κρατικών ενισχύσεων. Δευτερογενής τομέας ανύπαρκτος. Καταναλωτές να φαντασιώνονται πως είναι δυνατόν η ελληνική μυζηθρα να κατακλύσει τις παγκόσμιες αγορές και να φέρει πραγματικό πλούτο στην χώρα μας και αυτοί να θεμελιώνουν και να υπερασπίζονται το δικαίωμα στο γκούντα και το ελβετικό τυρί. Χιλιάδες καλοπερασάκηδες, συνταξιούχοι των πενήντα, ονειροπόλοι πτυχιούχοι της Φιλοσοφικής που περιμένουν το κράτος να στήσει ακαδημίες του Πλάτωνα για να τους προσλάβει, μικροί και μεγάλοι εγωιστές που δεν μπορούν να συνεργαστούν και να μεγαλουργήσουν.
Μια χώρα για τα μπάζα. Που δεν πάραγει τίποτα και έχει την ψευδαίσθηση του δικαιώματος στον δυτικό τρόπο ζωής. Που η οικονομία της είναι για τα πανηγύρια και αυτή επιμένει να διεκδικεί θέσεις στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης και να μυξοκλαίει» όταν οι βάρβαροι την αποπαίρνουν. Που έχει διαλύσει όλες τις παραγωγικές της δομές και έχει γεμίσει τους περιφερειακούς με ΙΚΕΑ, PRAKTIKER και παιχνιδάδικα κινέζικων παιδικών παραμυθιών και, όμως, φαντασιώνεται πως με κάποιον τρόπο θα ξαναρχίσει να τα κονομάει και άντε πάλι «βουρ στον πατσά». Που ψηφίζει σούργελα και πρωτοπαλίκαρα της φάπας και αξιώνει να τη σέβονται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Που δεν έχει τη μαγκιά να αποδεχτεί το προβάδισμα της αξίας του ικανού και μονίμως προσπαθεί να προβιβάσει με κάθε μέσο τα παιδιά της. Στη λογική της πέρδικας και της κουκουβάγιας που βλέπουν πάντα τα δικά τους για τα ομορφότερα του κόσμου!
Είμαστε μια χώρα για τα μπάζα. Και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε τόσο πιο γρήγορα θα βγούμε από την κρίση. Και που “σαι! Τη χώρα αυτή όσο την αγαπάς εσύ άλλο τόσο την αγαπάω και εγώ. Γιαυτό τσιμουδιά και πάμε στο δια ταύτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου