«… Η τάξη είναι το
θέατρο ενός συγκλονιστικού δράματος. Ποτέ δεν θα μάθεις τι καλό ή τι
κακό έχει κάνει στα εκατοντάδες παιδιά που έρχονται και φεύγουν. Τα
βλέπεις να βγαίνουν από την τάξη: ονειροπόλα, αδιάφορα, σαρκαστικά,
εκστατικά, χαμογελαστά, προβληματισμένα.
Ύστερα από μερικά
χρόνια, αναπτύσσεις κεραίες. Μπορείς να καταλάβεις πότε τους έχεις
αγγίξει ή τους έχεις αποξενώσει. Είναι χημεία. Είναι ψυχολογία. Είναι
ζωικό ένστικτο. Πορεύεσαι μαζί με τα παιδιά και, όσο θέλεις να είσαι
δάσκαλος, δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις. Μην περιμένεις βοήθεια απ’
τους ανθρώπους που ξέφυγαν από την τάξη, τους υψηλότερα ιστάμενους.
Είναι απασχολημένοι να παρευρίσκονται σε γεύματα και να κάνουν
υψηλότερες σκέψεις. Είσαι εσύ και τα παιδιά. Οπότε, το κουδούνι χτύπησε.
Τα λέμε αργότερα. Βρες τι αγαπάς και κάν’ το…» (Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Δάσκαλος: Μια αυτοβιογραφία» του Φρανκ ΜακΚόρτ, εκδόσεις SCRIPTA,
Αθήνα 2006). Ένα βιβλίο, φόρος τιμής στους δασκάλους όλου του κόσμου.
Δυστυχώς η κρίση
ούτε αθώα είναι , ούτε ανιδιοτελής. Αντί να αποτελεί ευκαιρία για
ανασυγκρότηση, φαίνεται πως γίνεται όπλο κατά της κοινωνίας, ευκαιρία
για διάλυση της κοινωνίας. Χρόνια ακούμε πως ο χώρος της Παιδείας
χρειάζεται έναν μακροχρόνιο σχεδιασμό, υπερκομματικό, μακριά από
εφήμερες και μικρόνοες σκοπιμότητες ή και όμορφα συνθήματα όπως: «πρώτα ο
μαθητής», «να μαθαίνει, πώς να μαθαίνει». Και έρχεται η εφαρμογή των
διακηρύξεων στην πράξη για να φανερώσει τι πραγματικά έχουν στο νου τους
όταν δημοσιοποιούν τις ωραίες εξαγγελίες τους.
Το θέμα είναι η
αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων. Την αξιολόγηση τη χρειαζόμαστε, το
θέμα είναι ποιος θα την κάνει, με ποια κριτήρια και ποιο σκοπό;
Αντικειμενικά, λόγω κοινωνικοοικονομικών παραγόντων, κάποια παιδιά θα
είναι πιο πίσω. Τι μπορεί να μετρηθεί σε μια τάξη όπου οι μισοί μαθητές
είναι παιδιά μεταναστών και δεν μιλάνε καν ελληνικά; Όλα αυτά θα
συγκλίνουν στο να δημιουργήσουν σχολεία πολλών ταχυτήτων. Αν το δάσκαλο
τον καθοδηγούν από το υπουργείο να μετράει τις επιδόσεις των μαθητών
του, δεν θα είναι σαν να τον σπρώχνουν να μετράει πολύ συγκεκριμένα
πράγματα, κατευθύνοντας τη διδασκαλία και χάνοντας την εκπαιδευτική
ελευθερία του;
Έχω την αίσθηση πως
με προχειρότητα και ιδιοτέλεια στήνουν μια διαδικασία, σ΄έναν ευαίσθητο
χώρο προκαλώντας εύλογες αντιδράσεις . Η αυτοαξιολόγηση από την πρώτη
ανάγνωση φαίνεται μια γραφειοκρατική διαδικασία αφερέγγυα και
υποκριτική. Αφερέγγυα γιατί ενώ περιγράφονται λεπτομερώς οι ενέργειες
που οφείλει να κάνει σε κάθε σχολείο ο σύλλογος καθηγητών, δεν
αναφέρεται το πιο σημαντικό: ποια θα είναι η κατάληξη; Τις εκθέσεις που
θα συντάξει και θα υποβάλλει κάθε σχολείο, στο τέλος του έτους με τις
επισημάνσεις και τα συμπεράσματα για κάποιους δείκτες (που θα έχουν
αξιολογηθεί) ποιος θα τα διαχειριστεί; Πώς θα αξιοποιηθούν; Υποκριτική
γιατί τα περισσότερα στοιχεία (δείκτες) που θα πρέπει να εξεταστούν και
να υποβληθούν σχετικές εκθέσεις είναι γνωστά στο Υπουργείο Παιδείας.
Αφού χρόνια τώρα κατατίθενται.
Επί πλέον
αναρωτιέται κανείς: αποτελεί η αυτοαξιολόγηση κεντρική επιλογή της
κυβέρνησης; Είναι ένας νέος θεσμός που σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τη
δημόσια εκπαίδευση της χώρας μας; Ψιθυρίζεται, ότι η αυτοαξιολόγηση
είναι απλά η υλοποίηση ενός προγράμματος που χρηματοδοτείται με 3,5
εκατομμύρια ευρώ! Ότι υπάρχει μια ομάδα έργου –δεν γνωρίζουμε από ποια
άτομα και πόσα- που θα αμειφθεί. Αν η αυτοαξιολόγηση είναι πραγματικά
ένα τέτοιο πρόγραμμα τότε πρόκειται για μια ενέργεια «ανήθικη»- νόμιμη
ίσως αλλά ανήθικη-. Γιατί κάποιοι θα αυξήσουν το εισόδημά τους
χρησιμοποιώντας δομές του Δημοσίου και ανθρώπους αμισθί στο όνομα
αφερρέγγυων αρχών και αμφίβολης χρησιμότητας ενεργειών. Αν σκεφτούμε
συγχρόνως και τη χρονική συγκυρία που υλοποιείται ένα τέτοιο πρόγραμμα-
με τη χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας και την κρίση ανελέητη- τότε η
πίκρα και η οργή δικαιολογούνται απόλυτα.
Κάποιοι συνεχίζουν την παλιά δοκιμασμένη και επιτυχή δράση, να κερδίσουν χρήματα μέσω προγραμμάτων…
Η απορία όμως είναι
εύλογη : δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί διαφορετικά αυτό το
πρόγραμμα ; Αφού η αυτοαξιολόγηση ήδη δημιουργεί ένα συγκρουσιακό
περιβάλλον καθώς προστίθεται στα άλλα εκρηκτικά προβλήματα της κοινωνίας
μας και εξωθεί σε απεργίες…
Εκτός από τον
αξιολογητή, ο δάσκαλος έχει συχνά απέναντί του και το γονιό. Οι γονείς
έχουν αλλάξει συμπεριφορά. Είναι υπερπροστατευτικοί και ανασφαλείς σε
σχέση με το μέλλον των παιδιών. Παρ’ όλα αυτά η σχέση των γονιών μ’ έναν
εκπαιδευτικό στο Δημόσιο ίσως να μην είναι στο καλύτερο της σημείο,
μιας και υπάρχει ευρύτερα μια υποβάθμιση και απαξίωση, άδικη και
ισοπεδωτική απέναντι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ταυτόχρονα, ο δάσκαλος
δεν έχει το κύρος παλαιότερων εποχών, μιας και επικρατεί ένα καθαρά
μαθητοκεντρικό μοντέλο εκπαίδευσης που άφησε πίσω του οριστικά τη
δασκαλοκεντρική πατερναλιστική μέθοδο μάθησης. Παρατηρώ ότι τα παιδιά
κάθε νεότερης γενιάς ωριμάζουν όλο και πιο γρήγορα όπως και η αντίληψή
τους. Ίσως οφείλεται στη μεγάλη εξοικείωση με την τεχνολογία και το
Διαδίκτυο, το οποίο εισβάλλει στη ζωή τους από τις αρχές του δημοτικού.
Τα σημερινά παιδιά
είναι πιο έξυπνα και πιο ενημερωμένα, όμως κουβαλούν το αρνητικό φορτίο
των εννοιών που εμπεριέχονται στο σύστημα του σύγχρονου πολιτισμού:
ανταγωνισμός, επιθετικότητα, εξειδίκευση, μοναξιά. Το δέλεαρ του
εκπαιδευτικού είναι να καλλιεργήσει τα ιδανικά και τις ανθρωπιστικές
αξίες στον μαθητή, να τον εκπαιδεύσει στη συνύπαρξη και τον συναγωνισμό
και όχι στη μάχη της κατάκτησης της πιο ψηλής κορυφής. Ένα λάθος που
κάνουν οι γονείς είναι να περιμένουν από το σχολείο να καλύψει τη δική
τους απουσία ή ανεπάρκεια –τα οποία έχουν συχνά να κάνουν με τον φόρτο
εργασίας ή τα προβλήματα που τους δημιούργησε η κρίση– ενώ η αλήθεια
είναι ότι το σχολείο θα έπρεπε να λειτουργεί επικουρικά σε σχέση με την
οικογένεια. Τελικά, το ελληνικό σχολείο είναι αποτελεσματικό όχι τόσο
από τις δομές του, αλλά από το φιλότιμο και την αυτοθυσία του προσωπικού
του, και την αρμονική συνεργασία των ανθρώπων που το υπηρετούν.
Όσο για την
αξιολόγηση, το ζήτημα είναι αν η αξιολόγηση έχει στόχο την ανάπτυξη και
την πρόοδο και όχι το ξεφόρτωμα του Δημοσίου από ανθρώπινο δυναμικό. Το
Υπουργείο Παιδείας φάνηκε να αναδιπλώνεται σε πολλά σημεία. Και ένας από
τους βασικούς λόγους που μετατέθηκε η εφαρμογή της αξιολόγησης για το
Σεπτέμβρη, ήταν να υπάρξει προσπάθεια να «στρογγυλέψει» το θέμα της
αξιολόγησης και να χρυσώσουν το χάπι στους εκπαιδευτικούς, τουλάχιστον
στο αρχικό στάδιο εφαρμογής του μέτρου!
Ο εκπαιδευτικός δεν
αντιτίθεται στην αξιολόγηση, η οποία άλλωστε αποτελεί μέρος της
επαγγελματικής του ενασχόλησης με την εκπαίδευση, καθώς ο ίδιος
αξιολογεί τους μαθητές του. Με τις νέες, όμως, συγχωνεύσεις σχολείων,
τις περικοπές προσωπικού, τη διαθεσιμότητα, και με την αξιολόγηση που
μοιάζει να «τιμωρεί», αντί να αναβαθμίζει, δεν είναι δύσκολο να
καταλάβουμε το ηθικό και την ψυχολογία του εκπαιδευτικού που διδάσκει
στην τάξη και συνιστά το πρότυπο του φοβισμένου και όχι του εμπνευσμένου
δασκάλου. O εμπνευσμένος δάσκαλος βρίσκεται μακριά από τη νοοτροπία του
υπαλλήλου που εκτελεί το έργο του χωρίς ψυχή, που κουράζει και
κουράζεται. Είναι εκείνος που αντιμετωπίζει τη διδασκαλία του ως τέχνη
και αρνιέται να τη δει ως μια τεχνική με σίγουρα αποτελέσματα. Αντίθετα,
ο φοβισμένος δάσκαλος δεν μπορεί να εμπνεύσει τους μαθητές του να
ολοκληρωθούν ως προσωπικότητες και να μάχονται για τα όνειρά τους.
Φοβισμένος δάσκαλος
σημαίνει φοβισμένα παιδιά και έφηβοι, καθώς εκείνος παραμένει πάντα ένα
ισχυρό πρότυπο προς μίμηση και ταύτιση. Αν σε αυτά, προσθέσουμε στην
ψυχή του παιδιού και του εφήβου τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της
εποχής και τη ζοφερή πραγματικότητα της ενδοσχολικής βίας, είναι
προφανές ότι απαιτούνται δραστικές πρακτικές στη χάραξη της
εκπαιδευτικής πολιτικής, προκειμένου αυτή να αποβεί σε όφελος των
μαθητών, των εκπαιδευτικών και τελικά, της κοινωνίας.
Ντάλης Βαγγέλης