Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Ο ελληνιστής Ρόμπερτ Νοξ έγραψε κάποτε πως μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι κλασικές σπουδές στην Αγγλία ήταν το διαβατήριο όσων ήθελαν να σταδιοδρομήσουν στη δημόσια διοίκηση. Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, η κατάσταση άλλαξε σταδιακά, με αποτέλεσμα σήμερα η μελέτη του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, όταν δεν αποτελεί καταφύγιο κάποιων εκκεντρικών μυαλών, να χαράζει κάτι δύσβατα μονοπάτια.
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εντόπισε το ίδιο ακριβώς φαινόμενο με διαφορετικά λόγια. Είπε πως ως το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα ο κλασικός πολιτισμός άγγιζε τη συλλογική ευαισθησία των Ευρωπαίων. Μετά, έγινε μια υπόθεση που αφορά μόνον ειδικούς μελετητές.
Το φαινόμενο αποδίδεται στη μετατροπή της παιδείας σε μια βιομηχανία στελέχωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι ρυθμοί της οικονομικής ανάπτυξης ήταν τέτοιοι που δεν επέτρεπαν στις ελίτ να φορτώνουν τις αποσκευές τους με τις αφαιρετικές της λατινικής ή τις απόψεις των αργόσχολων που κατοικούν στους πλατωνικούς διαλόγους.
Λειτούργησε και ένα ακόμη αντανακλαστικό, εξίσου ουσιαστικό. Η κλασική παιδεία, επειδή ήταν αυτή που γαλούχησε τις ευρωπαϊκές ελίτ, θεωρήθηκε και υπεύθυνη για την πολιτισμική αλαζονεία της Γηραιάς Ηπείρου. Όταν η Ευρώπη εγκατέλειψε τις αποικίες της και προσκάλεσε τους πληθυσμούς τους στο έδαφός της για την οικοδόμηση της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, τη θέση της πολιτισμικής υπεροχής κατέλαβαν οι θεωρίες περί ισοτιμίας των πολιτισμών, ο απόλυτος μεταμοντέρνος σχετικισμός και η αντικατάσταση κάθε αξίας με τον σεβασμό του «άλλου». Ό,τι θύμιζε παρελθόν γεννούσε ενοχές. Η Ελλάδα, η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ δεν ήταν οι πρέπουσες αναφορές στο περιβάλλον της πολιτικής ορθότητας. Στη δεκαετία του πενήντα, ο Καμύ αναζητούσε την επικαιρότητα της τραγικής σκέψης. Σήμερα, η μεγάλη πνευματική συζήτηση γίνεται γύρω από τους γάμους των ομοφυλοφίλων.
Η κλασική παιδεία δεν συμμετείχε στην οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης. Όπως δεν συμμετείχε ούτε ο χριστιανισμός ούτε και η μεγάλη ιουδαϊκή παράδοση. Οι ελίτ και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών ήταν τόσο απορροφημένες με την παραγωγή προδιαγραφών και κανόνων για την αλιεία της ρέγγας, ώστε να μην έχουν καιρό να ασχοληθούν με την τύχη του Πλάτωνα, του Δάντη ή του Κάφκα. Ξεχνώντας πως χωρίς αυτούς η ίδια η σημασία της λέξης Ευρώπη θα ήταν απλώς τεχνική. Απ’ την άλλη, η προοδευτική διανόηση ήταν τόσο θαμπωμένη από την προοπτική της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και της ισοτιμίας της θρησκευτικής μουσικής του Μαλί με την Ενάτη του Μπετόβεν, ώστε να καταδικάζει ως αντιδραστική κάθε προσπάθεια υπενθύμισης του κλασικού και «αλαζονικού» ευρωπαϊκού παρελθόντος. Ακόμη και σε μια χώρα όπως η δική μας, για την οποία η σύνδεση με τον αρχαίο πολιτισμό είναι σχεδόν υπαρξιακό ζήτημα, οι «προοδευτικοί» φιλόλογοι απαιτούσαν την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στη μέση εκπαίδευση.
Το 2005 οι υπουργοί Εξωτερικών διέγραψαν από το προσχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος την αναφορά στον Θουκυδίδη στο προοίμιο και οποιαδήποτε αναφορά στον χριστιανισμό από το ίδιο το κείμενο. Οι σημερινές ευρωπαϊκές δημοκρατίες, απεφάνθησαν, δεν έχουν σχέση με τη δουλοκτητική και σεξιστική δημοκρατία του Περικλή, και με τόσους μουσουλμάνους στο ευρωπαϊκό έδαφος θα ήταν τουλάχιστον άκομψο να αναφερθούν στις χριστιανικές καταβολές της μεγάλης ένωσης. Ακόμη και αν το σχέδιο συντάγματος εγκαταλείφθηκε και κανείς δεν το θυμάται πια, οι αρχές του εδραιώθηκαν. Και όσοι σήμερα αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν η Ευρώπη, το πιο φιλόδοξο μεταπολεμικό πολιτικό εγχείρημα, να στηρίζεται μόνον στις οικονομικές ισορροπίες των μελών της, δεν σκέφτονται ότι αυτή είναι η φυσιολογική κατάληξη της εγκατάλειψης κάθε πολιτισμικής προοπτικής από την οικοδόμησή της.
Ο Μονέ είχε πει ότι, αν ήταν να ξαναρχίσει το εγχείρημα, δεν θα ξεκινούσε από τον άνθρακα και τον χάλυβα, αλλά από τον πολιτισμό. Παραγνωρίζοντας τις αντιστάσεις που θα προέβαλλαν οι «προοδευτικές» ελίτ οι οποίες, εδώ και μισόν αιώνα προσπαθούν να αποδομήσουν τον καμβά της ευρωπαϊκής παράδοσης. Οι ίδιες ελίτ οι οποίες σήμερα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους στο όνομα της αλληλεγγύης. Οι ίδιες ελίτ οι οποίες καταδικάζουν τον οικονομικό φιλελευθερισμό, ομνύουν όμως στο όνομα του πολιτισμικού φιλελευθερισμού.
Σε πείσμα της Αριστεράς που φωνάζει, μάλλον από συνήθεια, για την Ευρώπη των λαών, η μεγάλη ένωση θα μπορέσει να ξεπεράσει την πρώτη μεγάλη υπαρξιακή κρίση της ιστορίας της μόνον αν αλλάξουν νοοτροπία οι ελίτ της. Και επειδή η αλληλεγγύη στηρίζεται στο αίσθημα της κοινότητας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό, για πολλούς αιώνες, οικοδομήθηκε πάνω στην παραδοχή ότι για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό η γλώσσα της αναφοράς υπήρξε πάντα ο ελληνορωμαϊκός κόσμος.
Ο ελληνιστής Ρόμπερτ Νοξ έγραψε κάποτε πως μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι κλασικές σπουδές στην Αγγλία ήταν το διαβατήριο όσων ήθελαν να σταδιοδρομήσουν στη δημόσια διοίκηση. Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, η κατάσταση άλλαξε σταδιακά, με αποτέλεσμα σήμερα η μελέτη του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, όταν δεν αποτελεί καταφύγιο κάποιων εκκεντρικών μυαλών, να χαράζει κάτι δύσβατα μονοπάτια.
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εντόπισε το ίδιο ακριβώς φαινόμενο με διαφορετικά λόγια. Είπε πως ως το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα ο κλασικός πολιτισμός άγγιζε τη συλλογική ευαισθησία των Ευρωπαίων. Μετά, έγινε μια υπόθεση που αφορά μόνον ειδικούς μελετητές.
Το φαινόμενο αποδίδεται στη μετατροπή της παιδείας σε μια βιομηχανία στελέχωσης των παραγωγικών δυνάμεων. Οι ρυθμοί της οικονομικής ανάπτυξης ήταν τέτοιοι που δεν επέτρεπαν στις ελίτ να φορτώνουν τις αποσκευές τους με τις αφαιρετικές της λατινικής ή τις απόψεις των αργόσχολων που κατοικούν στους πλατωνικούς διαλόγους.
Λειτούργησε και ένα ακόμη αντανακλαστικό, εξίσου ουσιαστικό. Η κλασική παιδεία, επειδή ήταν αυτή που γαλούχησε τις ευρωπαϊκές ελίτ, θεωρήθηκε και υπεύθυνη για την πολιτισμική αλαζονεία της Γηραιάς Ηπείρου. Όταν η Ευρώπη εγκατέλειψε τις αποικίες της και προσκάλεσε τους πληθυσμούς τους στο έδαφός της για την οικοδόμηση της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, τη θέση της πολιτισμικής υπεροχής κατέλαβαν οι θεωρίες περί ισοτιμίας των πολιτισμών, ο απόλυτος μεταμοντέρνος σχετικισμός και η αντικατάσταση κάθε αξίας με τον σεβασμό του «άλλου». Ό,τι θύμιζε παρελθόν γεννούσε ενοχές. Η Ελλάδα, η Ρώμη και η Ιερουσαλήμ δεν ήταν οι πρέπουσες αναφορές στο περιβάλλον της πολιτικής ορθότητας. Στη δεκαετία του πενήντα, ο Καμύ αναζητούσε την επικαιρότητα της τραγικής σκέψης. Σήμερα, η μεγάλη πνευματική συζήτηση γίνεται γύρω από τους γάμους των ομοφυλοφίλων.
Η κλασική παιδεία δεν συμμετείχε στην οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης. Όπως δεν συμμετείχε ούτε ο χριστιανισμός ούτε και η μεγάλη ιουδαϊκή παράδοση. Οι ελίτ και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών ήταν τόσο απορροφημένες με την παραγωγή προδιαγραφών και κανόνων για την αλιεία της ρέγγας, ώστε να μην έχουν καιρό να ασχοληθούν με την τύχη του Πλάτωνα, του Δάντη ή του Κάφκα. Ξεχνώντας πως χωρίς αυτούς η ίδια η σημασία της λέξης Ευρώπη θα ήταν απλώς τεχνική. Απ’ την άλλη, η προοδευτική διανόηση ήταν τόσο θαμπωμένη από την προοπτική της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και της ισοτιμίας της θρησκευτικής μουσικής του Μαλί με την Ενάτη του Μπετόβεν, ώστε να καταδικάζει ως αντιδραστική κάθε προσπάθεια υπενθύμισης του κλασικού και «αλαζονικού» ευρωπαϊκού παρελθόντος. Ακόμη και σε μια χώρα όπως η δική μας, για την οποία η σύνδεση με τον αρχαίο πολιτισμό είναι σχεδόν υπαρξιακό ζήτημα, οι «προοδευτικοί» φιλόλογοι απαιτούσαν την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στη μέση εκπαίδευση.
Το 2005 οι υπουργοί Εξωτερικών διέγραψαν από το προσχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος την αναφορά στον Θουκυδίδη στο προοίμιο και οποιαδήποτε αναφορά στον χριστιανισμό από το ίδιο το κείμενο. Οι σημερινές ευρωπαϊκές δημοκρατίες, απεφάνθησαν, δεν έχουν σχέση με τη δουλοκτητική και σεξιστική δημοκρατία του Περικλή, και με τόσους μουσουλμάνους στο ευρωπαϊκό έδαφος θα ήταν τουλάχιστον άκομψο να αναφερθούν στις χριστιανικές καταβολές της μεγάλης ένωσης. Ακόμη και αν το σχέδιο συντάγματος εγκαταλείφθηκε και κανείς δεν το θυμάται πια, οι αρχές του εδραιώθηκαν. Και όσοι σήμερα αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν η Ευρώπη, το πιο φιλόδοξο μεταπολεμικό πολιτικό εγχείρημα, να στηρίζεται μόνον στις οικονομικές ισορροπίες των μελών της, δεν σκέφτονται ότι αυτή είναι η φυσιολογική κατάληξη της εγκατάλειψης κάθε πολιτισμικής προοπτικής από την οικοδόμησή της.
Ο Μονέ είχε πει ότι, αν ήταν να ξαναρχίσει το εγχείρημα, δεν θα ξεκινούσε από τον άνθρακα και τον χάλυβα, αλλά από τον πολιτισμό. Παραγνωρίζοντας τις αντιστάσεις που θα προέβαλλαν οι «προοδευτικές» ελίτ οι οποίες, εδώ και μισόν αιώνα προσπαθούν να αποδομήσουν τον καμβά της ευρωπαϊκής παράδοσης. Οι ίδιες ελίτ οι οποίες σήμερα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους στο όνομα της αλληλεγγύης. Οι ίδιες ελίτ οι οποίες καταδικάζουν τον οικονομικό φιλελευθερισμό, ομνύουν όμως στο όνομα του πολιτισμικού φιλελευθερισμού.
Σε πείσμα της Αριστεράς που φωνάζει, μάλλον από συνήθεια, για την Ευρώπη των λαών, η μεγάλη ένωση θα μπορέσει να ξεπεράσει την πρώτη μεγάλη υπαρξιακή κρίση της ιστορίας της μόνον αν αλλάξουν νοοτροπία οι ελίτ της. Και επειδή η αλληλεγγύη στηρίζεται στο αίσθημα της κοινότητας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό, για πολλούς αιώνες, οικοδομήθηκε πάνω στην παραδοχή ότι για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό η γλώσσα της αναφοράς υπήρξε πάντα ο ελληνορωμαϊκός κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου