Της Τασούλας Καραϊσκάκη
Σβήνει η νεανική ικμάδα μέσα σε στενόχωρα διαμερίσματα. Η Άννα, στη διπλανή πολυκατοικία, 25 Μαΐων, με σπουδές στα οικονομικά και δύο μεταπτυχιακά, δεν έχει καταφέρει ακόμη να εργαστεί. Βιώνει περιόδους έντονης κινητικότητας, όταν φορά τα καλά της και εξαφανίζεται από τα χαράματα σε επαγγελματικά ραντεβού, για να εξιστορήσει στη συνέχεια από τηλεφώνου (σε συγγενή, σε φίλη;) με φωνή δυνατή, αλλά άχρωμη, ξένη, τις άκαρπες συνομιλίες με υπεύθυνους -«πήγαν 223 για μια θέση»- ή όταν τρέχει ως εθελόντρια σε εμπορικές διοργανώσεις με την ελπίδα της εισόδου στον κόσμο των ανθηρών επιχειρήσεων. Όπως ζει και ημέρες βουβής απόγνωσης, οδυνηρής σιωπής. Σπαταλά ώρες στην αναζήτηση «ευκαιριών» στο Διαδίκτυο, στην αποστολή βιογραφικών, κατάστρωση σχεδίων για ιδεατές επιχειρήσεις, εκπόνηση πρότζεκτ, εξ αποστάσεως μάθηση web design, οικογεωγραφίας, ραπτικής... Αδημονεί, έπειτα απελπίζεται, σταματά η πτήση της έμπνευσής της. Το βλέμμα, πυρετικό, κάνει κύκλους από το καναρίνι της στην απέναντι μονοκατοικία, στον δρόμο, στην πλαϊνή λεμονιά - η μυρωδιά από τα άνθη της τρυπά οδυνηρά την άνοιξή της. Πνίγεται στο κενό που διαδέχθηκε το πολυετές στράγγισμα στα θρανία, σφαδάζει στην αναξιοπρέπεια του «φοιτητικού» χαρτζιλικιού, υποφέρει στη σκέψη του αύριο. «Αν με ρωτήσεις πώς φαντάζομαι τη ζωή μου σε ένα, δύο χρόνια, θα σου πω ότι βλέπω μπροστά μου μόνο ένα μαύρο τοίχο, ένα απόλυτο κενό» συνηθίζει να λέει. Τρέμει τη μετανάστευση. Από όσα ακούει, συγκρατεί τις αποτυχίες, τις ιστορίες για ενθουσιώδεις νέους που «πέταξαν» στη Γερμανία και έγιναν επαίτες για να εξασφαλίσουν το εισιτήριο της επιστροφής· για πολύμηνες στρωματσάδες σε δωμάτια Ελλήνων στο Λονδίνο, για αμοιβές που αρκούν ίσα για το ενοίκιο. «Θα έχω την τύχη τους» εκτιμά.
Την Άννα δεν την παρηγορεί που τα δικά της χαμένα χρόνια σε πτυχία χωρίς αντίκρισμα και σε άχρηστους τίτλους είναι χαμένα χρόνια και για εκατομμύρια Ευρωπαίων νέων. Δεν ξαλαφρώνει στην ιδέα ότι τα ευρωπαϊκά επιτελεία αναγνωρίζουν τη λάθος επιλογή της λιτότητας, του τέλματος, κυρίως για τον νότο, ότι η Ε.Ε. βλέπει το πρόβλημα, το οποίο της κοστίζει 150 δισ. ευρώ ετησίως, μελετά «εγγυήσεις για τη νεολαία» (πρακτική άσκηση εντός 4 μηνών από την αποφοίτηση ή την απώλεια εργασίας) και προτείνει «τεχνικές» λύσεις, όπως τον δοκιμασμένο γερμανικό συνδυασμό της ακαδημαϊκής παιδείας με πρακτική επαγγελματική εκπαίδευση σε εταιρείες. Δεν την ενδιαφέρει αν από τη δική της κατάσταση επηρεάζεται όλο το φάσμα των ηλικιών, όλη η ανθρώπινη αλυσίδα της παραγωγής και πλήττεται ο κύριος, ο βασικός πυλώνας της οικονομίας· η γνώση αυτή δεν την ανακουφίζει από το βαθύ αίσθημα προσωπικού αδιεξόδου. Γνωρίζει ότι ανήκει στην πάσχουσα γενιά, στη χαμένη γενιά. Ότι έχει εγκλωβιστεί σε ένα ρεύμα που την απομακρύνει μέρα με τη μέρα όλο και μακρύτερα από την ακτή, από την ασφάλεια, από τη δράση, από τη δημιουργία. Ότι, μολονότι κόκκος στην άμμο των θυμάτων ενός συμφωνημένου ολοκαυτώματος, σηκώνει ένα συντριπτικό βάρος, της επιμερίζεται ένα τεράστιο μερίδιο από την εν εξελίξει τραγωδία – η «καμένη» ζωή της.
Σβήνει η νεανική ικμάδα μέσα σε στενόχωρα διαμερίσματα. Η Άννα, στη διπλανή πολυκατοικία, 25 Μαΐων, με σπουδές στα οικονομικά και δύο μεταπτυχιακά, δεν έχει καταφέρει ακόμη να εργαστεί. Βιώνει περιόδους έντονης κινητικότητας, όταν φορά τα καλά της και εξαφανίζεται από τα χαράματα σε επαγγελματικά ραντεβού, για να εξιστορήσει στη συνέχεια από τηλεφώνου (σε συγγενή, σε φίλη;) με φωνή δυνατή, αλλά άχρωμη, ξένη, τις άκαρπες συνομιλίες με υπεύθυνους -«πήγαν 223 για μια θέση»- ή όταν τρέχει ως εθελόντρια σε εμπορικές διοργανώσεις με την ελπίδα της εισόδου στον κόσμο των ανθηρών επιχειρήσεων. Όπως ζει και ημέρες βουβής απόγνωσης, οδυνηρής σιωπής. Σπαταλά ώρες στην αναζήτηση «ευκαιριών» στο Διαδίκτυο, στην αποστολή βιογραφικών, κατάστρωση σχεδίων για ιδεατές επιχειρήσεις, εκπόνηση πρότζεκτ, εξ αποστάσεως μάθηση web design, οικογεωγραφίας, ραπτικής... Αδημονεί, έπειτα απελπίζεται, σταματά η πτήση της έμπνευσής της. Το βλέμμα, πυρετικό, κάνει κύκλους από το καναρίνι της στην απέναντι μονοκατοικία, στον δρόμο, στην πλαϊνή λεμονιά - η μυρωδιά από τα άνθη της τρυπά οδυνηρά την άνοιξή της. Πνίγεται στο κενό που διαδέχθηκε το πολυετές στράγγισμα στα θρανία, σφαδάζει στην αναξιοπρέπεια του «φοιτητικού» χαρτζιλικιού, υποφέρει στη σκέψη του αύριο. «Αν με ρωτήσεις πώς φαντάζομαι τη ζωή μου σε ένα, δύο χρόνια, θα σου πω ότι βλέπω μπροστά μου μόνο ένα μαύρο τοίχο, ένα απόλυτο κενό» συνηθίζει να λέει. Τρέμει τη μετανάστευση. Από όσα ακούει, συγκρατεί τις αποτυχίες, τις ιστορίες για ενθουσιώδεις νέους που «πέταξαν» στη Γερμανία και έγιναν επαίτες για να εξασφαλίσουν το εισιτήριο της επιστροφής· για πολύμηνες στρωματσάδες σε δωμάτια Ελλήνων στο Λονδίνο, για αμοιβές που αρκούν ίσα για το ενοίκιο. «Θα έχω την τύχη τους» εκτιμά.
Την Άννα δεν την παρηγορεί που τα δικά της χαμένα χρόνια σε πτυχία χωρίς αντίκρισμα και σε άχρηστους τίτλους είναι χαμένα χρόνια και για εκατομμύρια Ευρωπαίων νέων. Δεν ξαλαφρώνει στην ιδέα ότι τα ευρωπαϊκά επιτελεία αναγνωρίζουν τη λάθος επιλογή της λιτότητας, του τέλματος, κυρίως για τον νότο, ότι η Ε.Ε. βλέπει το πρόβλημα, το οποίο της κοστίζει 150 δισ. ευρώ ετησίως, μελετά «εγγυήσεις για τη νεολαία» (πρακτική άσκηση εντός 4 μηνών από την αποφοίτηση ή την απώλεια εργασίας) και προτείνει «τεχνικές» λύσεις, όπως τον δοκιμασμένο γερμανικό συνδυασμό της ακαδημαϊκής παιδείας με πρακτική επαγγελματική εκπαίδευση σε εταιρείες. Δεν την ενδιαφέρει αν από τη δική της κατάσταση επηρεάζεται όλο το φάσμα των ηλικιών, όλη η ανθρώπινη αλυσίδα της παραγωγής και πλήττεται ο κύριος, ο βασικός πυλώνας της οικονομίας· η γνώση αυτή δεν την ανακουφίζει από το βαθύ αίσθημα προσωπικού αδιεξόδου. Γνωρίζει ότι ανήκει στην πάσχουσα γενιά, στη χαμένη γενιά. Ότι έχει εγκλωβιστεί σε ένα ρεύμα που την απομακρύνει μέρα με τη μέρα όλο και μακρύτερα από την ακτή, από την ασφάλεια, από τη δράση, από τη δημιουργία. Ότι, μολονότι κόκκος στην άμμο των θυμάτων ενός συμφωνημένου ολοκαυτώματος, σηκώνει ένα συντριπτικό βάρος, της επιμερίζεται ένα τεράστιο μερίδιο από την εν εξελίξει τραγωδία – η «καμένη» ζωή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου